Σιωπή. Είναι αυτή η σιωπή η ανυπόφορη, που ηχεί σαν βόμβος στο κεφάλι σου και που κάνει το χρόνο να σταματάει. Κάποιες φορές αυτή η σιωπή σπάει από μερικά ξεσπάσματα.
Όταν διαπιστώνεις ότι ο χρόνος κυλάει αμείλικτα και πως αυτό που βλέπεις και ζεις δεν είναι ψέμα, πως συμβαίνει στ’ αλήθεια και απλά δεν μπορείς με τίποτα να πιστέψεις. Είναι τα γνωστά στάδια: Άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη και αποδοχή. Και συ ενώ τα γνωρίζεις όλα αυτά αρνείσαι. Απλά αρνείσαι. Δεν το δέχεσαι. Νομίζεις ότι είναι ένα κακόγουστο αστείο, πως σου κάνει πλάκα ο Θεός και πως την επόμενη ημέρα θα ξυπνήσεις και όλα θα είναι όπως πριν. Κι όμως δεν είναι έτσι.
Σιωπή. Είναι αυτή η σιωπή που δεν αντέχεις. Και είναι που θεωρείς κάποιους ανθρώπους δεδομένους. Είναι που πιστεύεις ότι δεν θα φύγουν ποτέ από δίπλα σου. Ότι θα είναι πάντα εκεί. Όπως είναι ο μπαμπάς σου και η μαμά σου. Ή η αγαπημένη σου γιαγιά. Λες “εγώ πάντα θα τους έχω δίπλα μου”. Πιστεύεις πως αυτοί οι συγκεκριμένοι άνθρωποι είναι άφθαρτοι. Έτσι το έχεις πλάσει στο μυαλό σου. Ότι αυτοί δεν πεθαίνουν. Θα είναι πάντα εκεί. Στα ίδια μέρη, με την ίδια ρουτίνα, τις ίδιες κινήσεις, τους ίδιους διαλόγους και έτσι θα παραμείνουν στη ζωή σου.
Βέβαια, υπάρχουν οι εξής δυο εκδοχές. Η μια είναι να τους βλέπεις να γερνούν και η άλλη να φεύγουν ξαφνικά από κοντά σου χωρίς καμία προειδοποίηση. Χωρίς κανένα σημάδι. Χωρίς ένα γιατί. Και τι να πουν άλλωστε; Στην πρώτη εκδοχή απλά, εκείνοι γερνούν. Και μαζί τους μεγαλώνεις και εσύ. Και τότε καταλαβαίνεις. Σου είναι πιο εύκολο να κατανοήσεις. Ξέρεις ότι κάποια στιγμή θα χτυπήσει το τηλέφωνο και θα σου πει η μαμά σου ότι η γιαγιά σου δεν ζει πια. Και εσύ ενώ στο άκουσμα της είδησης θα κλάψεις, μετά από λίγο θα κρατηθείς, γιατί ξέρεις ότι αυτό θα συνέβαινε κάποτε. Είτε επειδή η αρρώστια την νίκησε, είτε επειδή ο χρόνος περνά τόσο αμείλικτα και έτσι έπρεπε να γίνει. Υπάρχει η συνειδητοποίηση και η εκ των προτέρων κατανόηση του μετέπειτα συμβάντος. Θα κλάψεις, αλλά από μέσα σου θα πεις πως “ίσως είναι καλύτερα έτσι, ξεκουράστηκε.” Στη δεύτερη περίπτωση, αυτό δεν υπάρχει γιατί απλούστατα σε προλαβαίνει το γεγονός. Ετοιμάζεσαι ένα ωραίο απόγευμα καλοκαιριού να πας να δεις τον παππού και τη γιαγιά, και διαπιστώνεις ότι ο παππούς δεν κοιμάται αλλά έχει “φύγει”. Φωνάζεις αλλά δεν σ’ ακούει. Περιμένεις να ξυπνήσει και πολύ απλά δεν ξυπνάει. Ή χτυπάει το τηλέφωνο και σου ανακοινώνουν ότι ο Κωνσταντής είναι στην εντατική από ανεύρυσμα στον εγκέφαλο και οι γιατροί δεν του δίνουν ούτε μισή ελπίδα. Και παρ’ όλα αυτά εσύ ελπίζεις. Πιστεύεις. Περιμένεις. “Υπάρχει Θεός”, λες. Μετά από 3 ημέρες εκείνος καταλήγει και χάνεις τη γη κάτω από τα πόδια σου. Εκεί είναι και το κομβικό σημείο που χάνεσαι. Που λες ότι κάτι δεν έγινε σωστά. Δεν μπορεί. Εκεί είναι που τεστάρεται και η σχέση σου με τον Θεό. Σταματάς να πιστεύεις. Αναρωτιέσαι. “Γιατί σε μας;”. Μετά πεισμώνεις. “Θα μπορούσε ο Θεός να τον έκανε καλά, αλλά δεν το έκανε”. Και απορείς “ Γιατί να πιστεύω;”. Και μετά πάλι ξεκινάς να πιστεύεις γιατί πρέπει από κάπου να κρατηθείς και να πάρεις δύναμη, γιατί η ζωή συνεχίζεται και εσύ έχεις μείνει πίσω. Και πρέπει να μάθεις να ζεις με την απώλεια και με ό,τι αυτή συνεπάγεται, γιατί έτσι πρέπει να γίνει. Και εκεί που έχει παγώσει ο χρόνος εσύ πρέπει να πάρεις μια βαθιά ανάσα και να συνεχίσεις. Να προχωρήσεις. Είναι το αδιαπραγμάτευτο συμβόλαιό σου με τη ζωή.
Σιωπή. Είναι αυτή η σιωπή όταν μπαίνεις στο σπίτι της γιαγιάς και δεν πας να καθίσεις στο μέρος που καθόταν ο παππούς σου, γιατί στο μυαλό σου και στην ψυχή σου εξακολουθεί να κάθεται εκεί. Είναι αυτή η αμήχανη σιωπή όταν περνάς από το σπίτι της πεθεράς σου και ενώ ο Κωνσταντής δεν κάθεται στην αυλή καπνίζοντας, έτοιμος να σε χαιρετίσει, εσύ κάθε φορά που περνάς τον βλέπεις. Δεν έχει φύγει ποτέ από εκεί. Πάντα θα είναι εκεί. Στην ίδια καρέκλα, με τα ίδια ρούχα, με το τσιγάρο στο χέρι και με μια υποψία χαμόγελου. Πάντα θα είναι εκεί. Στο μυαλό σου και στην καρδιά σου. Εκεί συνεχίζουν όλοι να ζουν. Εκεί που υπάρχει σιωπή.
It’s been a long day without you my friend and I’ll tell you all about it when I see you again! Κάποια μέρα θα ξανασυναντηθούμε!