Για πολλούς Έλληνες οι σωματικές τιμωρίες στο σχολείο είναι μια πραγματικά δυσάρεστη ανάμνηση. Η βέργα, τα χαστούκια, η ορθοστασία στο ένα πόδι, αποτελούσαν συνήθεις πρακτικές οι οποίες ευτυχώς έχουν πια καταργηθεί. Όσο όμως σκληρές κι αν φαίνονται σήμερα αυτές οι τιμωρίες, ωχριούν μπροστά σε εκείνες που εφαρμόζονταν στα πρώτα ελληνικά σχολεία.
Στα εκπαιδευτήρια που λειτούργησαν κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας, οι αυστηρές σωματικές ποινές αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο. Ο Παναγής Σκουζές, έμπορος και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, περιγράφει στα απομνημονεύματά του τις τιμωρίες των απείθαρχων παιδιών στα αθηναϊκά σχολεία, γύρω στο 1785. Αν ο μαθητής καθυστερούσε να προσέλθει, ο δάσκαλος τον χτυπούσε στις παλάμες με ένα μαστίγιο από δέρμα βοδιού και τον ανάγκαζε να σταθεί για λίγο όρθιος στο ένα πόδι. Για σοβαρότερα παραπτώματα η τιμωρία ήταν ραβδισμοί στην πλάτη ή στα γυμνά πέλματα των ποδιών, το γνωστό βασανιστήριο του φάλαγγα. Κάποια από τα υπόλοιπα παιδιά αναγκάζονταν να συμμετέχουν στην εκτέλεση της ποινής, κρατώντας τον τιμωρούμενο συμμαθητή τους ακίνητο, όσο εκείνος δεχόταν τα χτυπήματα. Ο αριθμός των ραβδισμών κυμαινόταν από 12 ως 50 περίπου, ανάλογα την ηλικία του παιδιού και την βαρύτητα του παραπτώματός του. Ο Σκουζές μάλιστα αναφέρει ότι δεν ήταν λίγοι οι μαθητές που ουρούσαν επάνω τους από τον φόβο, όταν ο δάσκαλος θύμωνε και έβαζε τις φωνές μέσα στην τάξη.
Το βασανιστήριο του φάλαγγα καταργήθηκε στα σχολεία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, το 1829. Διατηρήθηκαν όμως πολλές μορφές ραβδισμού και άλλες σωματικές τιμωρίες, όπως η ορθοστασία στο ένα πόδι και το αναγκαστικό κούρεμα. Ο μόνος ουσιαστικά περιορισμός του δασκάλου κατά την επιβολή των ποινών αυτών ήταν το ότι έπρεπε να ραβδίζει τον μαθητή από τους ώμους και κάτω και όχι στο κεφάλι. Μια κυβερνητική οδηγία του 1828 προς το Καποδιστριακό Ορφανοτροφείο – το πρώτο διδακτήριο της ελεύθερης Ελλάδας – επέβαλλε στους άτακτους οικότροφους την κατάκλιση σε κρεβάτια που είχαν άχυρα ή ξερά φύλλα για στρώμα και μια πέτρα για μαξιλάρι. Στο ίδιο έγγραφο προβλεπόταν η κλιμάκωση των ποινών, ανάλογα με το πόσο γρήγορα συμμορφώνονταν ο μαθητής. Την πρώτη φορά που θα υπέπιπτε σε κάποιο παράπτωμα, απλώς ο δάσκαλος θα του έκανε έντονα την παρατήρηση μπροστά στους συμμαθητές του. Την δεύτερη, οι καθημερινές μερίδες φαγητού του θα μειώνονταν κατά το ήμισυ. Την τρίτη δε φορά θα του έπαιρναν τα ρούχα που του είχαν δώσει στο ορφανοτροφείο και θα του έδιναν τα κουρέλια τα οποία φορούσε όταν είχε πρωτοέρθει εκεί.
Μια άλλη, ιδιαίτερα ειδεχθής σχολική τιμωρία, που εφαρμοζόταν κυρίως στην επαρχία, ήταν και η διαπόμπευση. Αρχικά ο τιμωρούμενος μαθητής μουτζουρωνόταν στο πρόσωπο με μελάνι από τον δάσκαλο. Στη συνέχεια, οι συμμαθητές του περνούσαν ένας ένας από μπροστά του και τον έφτυναν. Αν το παράπτωμά του ήταν ιδιαίτερα βαρύ, τον πήγαιναν στο κέντρο του χωριού όπου επαναλαμβανόταν η διαδικασία του φτυσίματος, αυτή τη φορά από τους περαστικούς.
Η εξοικείωση των μαθητών με τις σωματικές τιμωρίες γινόταν ακόμα και μέσω του περιεχομένου της διδακτέας ύλης. Οι πιο συνηθισμένες λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι δάσκαλοι ως παράδειγμα στην κλίση των ουσιαστικών, ήταν ‘η ράβδος’ και ‘η μάστιξ’ ενώ στην κλίση ρημάτων το ‘τύπτω’. Είναι η εποχή κατά την οποία το πνεύμα της διδασκαλίας εκφράζεται με το περίφημο ρητό ‘όπου ου πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος’.
Οι σκληρές σωματικές τιμωρίες στα ελληνικά σχολεία συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα αλλά και στις αρχές του 20ου. Με το πέρασμα των χρόνων όμως η εφαρμογή τους άρχισε να περιορίζεται ολοένα και περισσότερο. Παρόλα αυτά, η ρητή και οριστική τους απαγόρευση στο χώρο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης επήλθε μόλις το 1998, με το άρθρο 13 παρ. 8 του Προεδρικού Διατάγματος 201/1998. Θα περνούσαν άλλα επτά χρόνια για να καταργηθούν επίσημα και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με το άρθρο 21 του νόμου 3328/2005.
Χρησιμοποιήθηκε υλικό από το βιβλίο του Κυριάκου Σιμώπουλου «Βασανιστήρια και Εξουσία», εκδόσεις Στάχυ 1997