Έρχεται ‘’Νοτιάς’’, του Πάνου Λιάκου

Δημοσιεύθηκε

Δώδεκα χρόνια πέρασαν από την προηγούμενη ταινία του Τάσου Μπουλμέτη, την τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία της ‘’Πολίτικης κουζίνας’’. Κι επειδή για μένα η κριτική δεν είναι μονάχα μια ψυχρή παρουσίαση των απόψεών μου πάνω στις ταινίες που βλέπω, δεν γίνεται να μην μιλήσω για το πώς είχα αισθανθεί παιδάκι της τρίτης δημοτικού όταν είχα δει εκείνη την ταινία στον κινηματογράφο.

Οι γονείς μου γενικά δεν συμπαθούν και πολύ τον κινηματογράφο αλλά εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής του 2003 έκαναν μια εξαίρεση λόγω της πολυσυζητημένης ταινίας. Έχει χαραχτεί τόσο έντονη μέσα μου η εμπειρία της θέασης εκείνης της ταινίας που θυμάμαι τα πάντα. Την είχαμε δει στα ‘’Τρία αστέρια’’ στο Ηράκλειο. Είχα την κρυφή προσδοκία ότι θα συναντούσα και ένα κοριτσάκι που μου άρεσε απ’ το τμήμα μου και που μου είχε πει ότι ίσως πήγαινε να δει κι εκείνη το ίδιο απόγευμα την ταινία με τους γονείς της στο ίδιο σινεμά.

Τελικά εκείνο το κοριτσάκι δεν ήρθε ποτέ. Θυμάμαι ότι δεν έχω δει τον πατέρα μου να κλαίει σε πολλές σκηνές στον κινηματογράφο, αλλά σε εκείνη του αποχαιρετισμού στο σταθμό μεταξύ παππού και εγγονού έκλαιγε. Το ίδιο είχε αγγίξει κι εμένα η ταινία, αν και λόγω ηλικίας δεν ήμουν ικανός να συλλάβω το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσονταν τα γεγονότα της. Εκείνη όμως η μαγεία που σκέπαζε πολλές σκηνές της, ο χορός της Αϊσέ, το κωμικό επεισόδιο με την χύτρα ταχύτητος και η μουσική είχαν ήδη χαραχτεί μέσα μου.

Στο ενδιάμεσο αυτών των δώδεκα χρόνων είχα την ευκαιρία να συναντήσω το σκηνοθέτη σε μια εκδήλωση που έκανε προς τιμήν του το σχολείο μου. Τον βομβάρδιζα τόσο με τις ερωτήσεις μου που κι εκείνος με τη σειρά του με ρώτησε αν σκέφτομαι να ασχοληθώ με τον κόσμο του σινεμά.

Χαίρομαι, λοιπόν, που τώρα ο Μπουλμέτης επιστρέφει με μια ταινία στο ίδιο ύφος-δηλαδή μια ισορροπία στη νοσταλγία (την οποία ο ίδιος δήλωσε πρόσφατα ότι τη χρησιμοποιεί σαν αφηγηματικό εργαλείο για να πει την ιστορία που θέλει), το δράμα και την κωμωδία- δίνοντας μια ταινία που αποτίει φόρο τιμής στον έρωτα και τον κινηματογράφο.

Η ιστορία ξεκινά την ημέρα που ο 12άχρονος Σταύρος θα ανακαλύψει ότι έχει τις πρώτες του στύσεις και θα αρχίσει να στήνει με τη φαντασία του διαφόρων ειδών σκηνές μπλέκοντας πολλές φορές τη φαντασία με την πραγματικότητα. Κάτι που δίνει τη δυνατότητα στο σκηνοθέτη να σκαρφιστεί κάποιες σουρεαλιστικές διαστρεβλώσεις διάσημων ιστορικών γεγονότων, όπως του χορού του Ζαλόγγου.

Γενικότερα, η ιστορία διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής αφού επιχειρείται με επιτυχία η ανασύσταση πολλών διαφορετικών δεκαετιών, από την περίοδο της Χούντας μέχρι την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τις κομματικές συναθροίσεις των μέσων της δεκαετίας του ’70, ακόμα και την ιστορική νίκη του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981. Τόσες διαφορετικές μεταξύ τους δεκαετίες είχε να αντιμετωπίσει και στη σύνθεση της μουσικής η Ευανθία Ρεμπούτσικα που επιστρέφει με ένα soundtrack στο γνωστό ύφος της συν δύο ενδιαφέροντα λαϊκά άσματα που τραγουδούν οι Γιώργος Μαργαρίτης και Ανατολή Μαργιόλα.

Ο πρωτοεμφανιζόμενος Γιάννης Νιάρρος υποδύεται στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας τον κεντρικό ήρωα με άνεση ενώ δίπλα του συναντάμε τη σημαντική Μαρία Καλλιμάνη στο ρόλο της μητέρας του και τον Ταξιάρχη Χάνο στο ρόλο του πατέρα. Η πρώτη μας έχει πείσει πλέον ότι μπορεί να κινηθεί σε όλους τους τόνους. Από εκείνον τον αγανακτισμένο, πικρό μονόλογο στο ‘’Μικρό ψάρι’’ μέχρι το να υποδυθεί μια μεσοαστή νοικοκυρά των ‘70’s όπως γίνεται εδώ –με άψογες τις ενδυματολογικές επιλογές για το ρόλο της. Πολύ δυνατή και η φιγούρα του Ταξιάρχη Χάνου την οποία όμως σε κάποια σημεία μπαίνεις στον πειρασμό να συγκρίνεις με εκείνη του Ιεροκλή Μιχαηλίδη στην ‘’Πολίτικη κουζίνα’’ λόγω προσπάθειας από τη μεριά του Μπουλμέτη να ισορροπήσει τον ήρωα ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα.

Πέρα από τη συμμετοχή της Ζωζώς Σαπουντζάκη στον ιδιαίτερο ρόλο μιας καφετζούς, άξια μνείας είναι και η ερμηνεία του Θέμη Πάνου. Με αφοπλιστική απλότητα και υφέρπουσα ένταση χτίζει έναν χαρακτήρα που καταφέρνει ώρες-ώρες να σου γεμίζει με δάκρυα τα μάτια. Να προσεχθεί ιδιαίτερα η ερμηνεία του, παρακαλώ!
Μια ταινία με αυτοβιογραφικές πινελιές στο νοσταλγικό ύφος αλά Τορνατόρε που δεν γίνεται να μην συγκινήσει τους απανταχού αισθηματίες εφόσον κιόλας μιλάει για τη μαγεία που αποπνέουν οι πρώτες επαφές μας με τον κινηματογράφο, την πολιτική και το άλλο φύλο.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα
άρθρα