Μ. Παρασκευή πρωί. Η Ακολουθία των Βασιλικών Ωρών και μετά ο Εσπερινός του Μεγάλου Σαββάτου με την Τελετή της Αποκαθηλώσεως… σε κάθε εκκλησιά της Ορθοδοξίας όταν ακούγεται το “Ὀψίας δὲ γενομένης ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ Ἁριμαθαίας, τοὔνομα Ἰωσήφ” ο ιερέας αποκαθηλώνει το ξύλινο Σώμα του Χριστού από τον Τϊμιο Σταυρό, οδεύει προς το Ιερό Βήμα και μετά από λίγο εξέρχεται με το Σώμα του Ιησού ξανά, αυτή τη φορά κεντημένο σε πορφύρα με χρυσό, Το περιφέρει ανάμεσα στο εκκλησίασμα και Το εναποθέτει στο στολισμένο με άνθη κουβούκλιο.

Για τον “πιστό” χριστιανό, η Μ. Παρασκευή είναι μια ημέρα πριν την Ανάσταση, είναι το σχεδόν τέλος μίας 50ήμερης σχεδόν προσπάθειας, της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που άρχισε την Καθαρά Δευτέρα και μέσα από τις Μεγάλες της Ημέρες και τους Χαιρετισμούς τον προετοίμασε σταδιακά για το Πάθος και την Ανάστασιν.
Για τον “λιγότερο πιστό” χριστιανό, η Μ. Παρασκευή είναι το Μέσον ολόκληρης της επαφής του με τον Κύριο. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, μέσα από τις υποχρεώσεις, τον νέο τρόπο ζωής, τον τεράστιο όγκο πληροφορίας και περισπασμών που μας πλημμυρίζει, καθιστά δύσκολο στον σύγχρονο άνθρωπο να είναι κοντά στην Εκκλησία.
Την Ορθόδοξη Παράδοση, δεν είναι εύκολο να την παρακολουθήσει κανείς. Τα ήθη και τα έθιμά μας, οι πρακτικές και οι ιεροτελεστίες δημιουργήθηκαν γύρω από τους ψαράδες, τους αγρότες και τους λοιπούς ανθρώπους του μόχθου, δημιουργήθηκαν σε εύρος χιλιάδων χρόνων, γύρω από ταξικά συστήματα με σαφήνεια και όρια. Η πιστή εφαρμογή τους σε μία αταξική κοινωνία υπαλλήλων, εμπόρων, τραπεζιτών, λογιστών, τεχνικών, γραφιάδων και πληροφορικάριων βρίσκει προβλήματα καθόλον το έτος.
Όχι όμως τη Μεγάλη Εβδομάδα. Σε ολόκληρο τον Ορθόδοξο Κόσμο, τη Μ. Πέμπτη το βράδυ αρχίζει ένα έντονο ταξίδι. Από αυτόν που θα πάει ευλαβικά στην Εκκλησία μέχρι αυτόν που θα νιώσει τύψεις που έφαγε κρέας Μ. Τετάρτη ή θα πάει να προσκυνήσει τον Εσταυρωμένο μετά την Ακολουθία (και τον αγώνα μπάσκετ στο διπλανό καφενείο): το τριήμερο των Παθών και της Ανάστασης, δεν είναι το έθιμο που έγινε ανάγκη, αλλά μία εσωτερική ανάγκη να νιώσουμε ξανά ως κοινωνία.
Χιλιάδες συρρέουν να προσκυνήσουν τον Εσταυρωμένο. Όσο, κι αν δεν θέλουμε να το παραδεχθούμε, αυτό το περίφημο “Ελλήνων Πάσχα”, είναι η μόνη περίοδος καθόλο το έτος που οι Έλληνες, ανεξαρτήτως βαθμού πίστης ή ακόμη και θρησκείας, είμαστε ενωμένοι. Οι “πιστοί” βιώνουν το Πάθος και πενθούν τον Θάνατον του Ιησού, γνωρίζοντας την επερχόμενη Ανάσταση. Οι “λιγότερο πιστοί” εκπληρώνουν το έθιμο που τους έμαθε η γιαγιά τους ή απλά εκτιμούν την κοινωνική διάσταση του ζητήματος. Οι “καθόλου πιστοί” ή οι μη χριστιανοί είναι αδύνατο να βρίσκονται στην Ελλάδα και να μην νιώσουν το Πάσχα.
Και φτάνουμε ξανά στο πρωί της Μ. Παρασκευής. Ο ιερέας εξέρχεται από του Ιερού Βήματος με το Σώμα του Χριστού. “Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σε νεκρόν, ὁ Ἀριμαθαίας καθεῖλε, τὴν τῶν ἁπάντων ζωήν, σμύρνῃ καὶ σινδόνι σε Χριστὲ ἐκήδευσε” ψάλλεται αργώς… αυτό που βιώνεις είναι αμηχανία. Η αναπαράσταση σε βοηθά να καταλάβεις ότι εκείνη την στιγμή κηδεύεις τον Θεό σου, και ο ύμνος ότι θυσιάστηκε για την σωτηρία σου, για την ζωή την αιώνιον όλων. Και έρχεται η συνείδηση της θυσίας αυτής. Και μετά η συγκίνηση και το δάκρυ. Και μετά η αυτοκριτική. Και αν για τον “πιστό” αυτό είναι η φυσική ροή εβδομάδων προετοιμασίας, για τον “λιγότερο πιστό” αυτό είναι ένα σοκ.
Με την Αποκαθήλωση και τον ενταφιασμό του Κυρίου, λήγει και το πρακτικό μέρος της λύπης. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με την περίπτωση θανάτου ενός οικείου μας, μόλις τον θάψουμε το πένθος γίνεται αυτοκριτική, στοχασμός και μέσα από την κοινωνικότητά του (επισκέψεις φίλων και συγγενών, μνημόσυνα) επανόρθωσις εις τας πόδας μας. Έτσι γίνεται και την Μ. Παρασκευή. Η Αποκαθήλωσις μας προσφέρει το σοκ του τι συνέβη. Και η μαζική προσέλευση στις εκκλησίες μας προσφέρει αυτή την επούλωση. Γιατί, μαζί Του στον Τάφο ο Χριστός παίρνει τις αμαρτίες και τα βάρη μας. Αν είμαστε δεκτικοί απέναντί του να πάρει και τα δικά μας, τότε με την Ανάσταση, ανανεωνόμαστε κι εμείς. Και ενωμένοι όλοι στις εκκλησίες μπορούμε να εναποθέσουμε και τα συλλογικά ψυχικά μας βάρη εκεί. Και από κοινού να λυτρωθούμε.
Η λαμπρότητα του Επιτάφιου Θρήνου το βράδυ της Μ. Παρασκευής, το μήνυμα της πρώτης Ανάστασης το Μ. Σάββατο το πρωί, όποτε συνειδητοποιούμε την νίκη επί του Θανάτου και το Σωτήριο Μήνυμα “Χριστός Ανέστη” τα μεσάνυχτα, και φυσικά η μαγική φυγή για να συμφάγομεν μετά των οικείων ημών και όλα τα δεκάδες έθιμα που μοιραζόμαστε είναι κάτι το μοναδικό. Ένα πλήρες τριήμερο, έντονο ψυχολογικά, μακριά από την δυτικότροπη, χαλαρή και εμπορευματοποιημένη περίοδο των Χριστουγέννων, όπως την βιώνουμε σήμερα. Ένα τριήμερο καθαρά Ελληνικό, με τις παραδόσεις, τους μύθους και τις δοξασίες του, που ασχέτως του αν πιστεύουμε ή όχι, έχει στο κέντρο του τον Αναστάντα Χριστό, όσο καμία άλλη περίοδος μέσα στον χρόνο.
Και δεν χρειάζεται να είμαστε καν χριστιανοί για να ωφεληθούμε από το Πνεύμα του Λόγου Του, όπως μας το μεταφέρουν όλες αυτές τις ημέρες οι Ευαγγελιστές, οι υμνωδοί και οι μελωδοί της Εκκλησίας μας. Μέσα από όλη την διαδικασία της Μεγάλης Εβδομάδας, γνωρίζουμε τον Ιησού που γνώρισαν οι Απόστολοι και οι πρώτοι Του μαθητές. Γνωρίζουμε το μήνυμά του καθαρό και αναλλοίωτο από σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια ιστορίας που διαπράχθηκαν στο όνομά Του.