Ένα οπτικά πανέμορφο, τρυφερό και στο βάθος του πολιτικό παραμύθι που θα διεκδικήσει 13 Όσκαρ, παρακαλώ, στην Απονομή που θα γίνει στις 4 Μαρτίου. Κρατήστε την αναπνοή σας: διεκδικεί καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας για τον Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο, Α’ Γυναικείου ρόλου για τη Σάλι Χώκινς, Β’ Ανδρικού ρόλου για τον Ρίτσαρντ Τζένκινς, Β’ Γυναικείου ρόλου για την Οκτάβια Σπένσερ, μουσικής για τον Αλεξάντερ Ντεσπλά, πρωτότυπου σεναρίου, φωτογραφίας, κοστουμιών, ηχητικού μοντάζ, μίξης ήχου, μοντάζ και σκηνοθεσίας.
Παραμύθι μύθαρος κι η κοιλιά σας πύθαρος… Από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα το έργο δεν κρύβεται από το θεατή. Ήρθαμε για να δούμε ένα παραμύθι, ένα από εκείνα που δεν απευθύνονται σε μικρά παιδιά- όπως είχε συμβεί και με το Λαβύρινθο του Πάνα του ίδιου σκηνοθέτη που σου έδινε σφαλιάρα κινηματογραφική που έγραφε μέσα σου. Εν πάση περιπτώσει, από τα πρώτα κιόλας πλάνα του The Shape of Water, όλα δείχνουν ότι είμαστε σε ένα παραμύθι. Αρχής γενομένης από τη φωτογραφία του Dan Laustsen- με το πράσινο χρώμα του νερού να κυριαρχεί- αλλά και τη μουσική του Ντεσπλά που δηλώνει και τη γραμμή ολόκληρου του έργου που είναι ταυτόχρονα ρομαντικό αλλά και μυστηριώδες, με την αγωνία να μας συνεπαίρνει από ένα σημείο και πέρα- στο τελευταίο μέρος με τα κυνηγητά κ.ο.κ. αποκτά και ένα τόνο λίγο πιο μπλοκμπάστερ η μουσική. Επίτευγμα το πώς αναμείχθηκαν οι πρωτότυπες μουσικές με τα τραγούδια εποχής που ακούγονται κατά τη διάρκεια της ταινίας.
Ο χρόνος που διαδραματίζεται αυτό το παραμύθι είναι στη δεκαετία του 1960, μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο. Αυτό το τελευταίο θα μας χρειαστεί. Η μουγκή (αλλά όχι και κωφή!) Ελίζα (Σάλι Χώκινς) δουλεύει ως καθαρίστρια σε ένα κέντρο διαστημικών πειραμάτων. Μια μέρα οι επικεφαλείς δόκτορες θα φέρουν σε μια δεξαμενή ένα περίεργο υποκείμενο- κάτι μεταξύ ανθρώπου και αμφίβιου- που θα κινήσει την περιέργεια της καθαρίστριας. Η περιπέτειά της θα πάρει μπρος για τα καλά όταν θα θελήσει να έρθει πιο κοντά με αυτό το πλάσμα που της φαίνεται εξίσου μοναχικό με την ίδια.
Με πόση μαεστρία καταφέρνει ο Μεξικανός σεναριογράφος και σκηνοθέτης να δημιουργήσει μια ταινία φαντασίας για δυο ιδιαίτερες υπάρξεις που είναι γεμάτη από λεπτομέρειες που παραπέμπουν στην αγάπη του/μας για το σινεμά (κάποιες φορές πιο φανερές, όπως απευθείας αναφορές σε ταινίες φαντασίας, την τηλεόραση που παίζει προγράμματα και ταινίες της εποχής και άλλες φορές πιο κρυμμένες, που ζητούν από το θεατή να διακρίνει κάποια παράδοξη φιγούρα, ας πούμε, κάπου στην άκρη του κάδρου). Αν προχωρήσουμε επίπεδο, θα μιλήσουμε οπωσδήποτε για το ρομαντικό στοιχείο του φιλμ αλλά και εκείνο το χαρακτηριστικό που ενώνει τους περισσότερους χαρακτήρες- ότι είναι ή αισθάνονται μόνοι τους.
Ο Ντελ Τόρο, όμως, δεν σταματάει εκεί. Δεν μπορεί φυσικά να αφήσει απ’ έξω την πολιτική κατάσταση της εποχής και τις σχέσεις ανάμεσα σε Αμερική και Ρωσία. Γεννημένος καλλιτέχνης- και δη του φανταστικού- σχολιάζει τις σχέσεις των δύο χωρών ανατρέχοντας στο είδος του κατασκοπευτικού θρίλερ. Πόσα είδη μέσα σε μία μόνο ταινία! Αν συνυπολογίσουμε δε και κάποιες πιο μικρές σκηνές όπου μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου- με τη βοήθεια των φωτισμών- μπορούμε να βρεθούμε ακόμα και σε σύμπαν… μιούζικαλ τότε μιλάμε για μια από τις πιο μαγευτικές μετατροπές σεναρίου σε εικόνες που είδαμε φέτος.
Το χαρακτήρα της Σάλι Χώκινς τον συμπαθείς άμα τη εμφανίσει του. Είναι ένα μουγκό ασχημόπαπο που διψάει για επικοινωνία και προσεγγίζει αυτό το παράξενο πλάσμα προσφέροντάς του αυγά (ας μην ξεχνάμε ότι στον ορφισμό και τους αρχαίους Αιγυπτίους ήδη συμβολίζουν τη δημιουργία, τη γονιμότητα και την αναγέννηση) ή βάζοντας μουσική και χορεύοντας μπροστά του. Τα κοστούμια που της επιλέγουν όπως και η σκηνογραφία του σπιτιού της, συνταιριάζονται με το χρώμα του νερού. Ρόλος-πρόκληση για την ηθοποιό αφού επικοινωνεί το χαρακτήρα της όχι με τον έναρθρο λόγο αλλά με τη νοηματική γλώσσα. Βγάζει πολύ καλά το νεύρο της σε δυο σκηνές, η μια στην οποία περιλούζει με βρισιά τον χαρακτήρα του Μάικλ Σάννον και η άλλη στο διαμέρισμα του καλλιτέχνη φίλου της (Ρίτσαρντ Τζένκινς) όπου προσπαθεί να τον πείσει να διασώσουν το πλάσμα.
Φθάνοντας στο Ρίτσαρντ Τζένκινς έχουμε να κάνουμε με έναν ακόμη άψογα γραμμένο (υποστηρικτικό) χαρακτήρα, έναν χαρακτήρα που έχοντας τελειώσει η ταινία δεν έχουμε απορίες για την πορεία του, τον έχουμε γνωρίσει αρκετά καλά. Μια συγκρατημένη ερμηνεία από το Τζένκινς που βγάζει την μελαγχολία ενός μοναχικού πενηντάχρονου καλλιτέχνη («αν μπορούσα να γυρίσω πίσω στα 18 μου, θα έλεγα στον εαυτό μου…»), με την ομοφυλοφιλία του να προκύπτει μέσα από υπαινιγμούς και μια χαλαρότητα (όχι φαιδρή ή παρατονισμένη, τηλεοπτικής λογικής) στις κινήσεις των χεριών.
Η τρίτη ερμηνευτική επισήμανση που κάνει η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου αφορά στο ρόλο της Οκτάβια Σπένσερ. Είναι η φίλη και συνάδελφος της πρωταγωνίστριας σε ένα ρόλο που βρίθει χιουμοριστικών αποχρώσεων- η Σπένσερ είναι εκείνη η μπουχτισμένη από την καθημερινότητα νοικοκυρά που μιλάει στη φιλενάδα της για τα μαγειρέματα της επόμενης ημέρας και τον τηλεορασόπληκτο σύζυγό της. Παίξιμο φυσικό, χωρίς πολλές υπογραμμίσεις. Η ηθοποιάρα λάμπει και στον υποστηρικτικό ρόλο. Το αυτό ισχύει βεβαίως και για τον Μάικλ Σάννον- τον βασικό σκληρό της ιστορίας. Έχουμε μέσω πάντα του σεναρίου γνώση και της δικής του καθημερινότητας από την οποία προκύπτει ότι είναι ένας άνθρωπος με ακόρεστη δίψα για σεξουαλική και κοινωνική επιβολή (γι’ αυτό από τις πρώτες σκηνές του κραδαίνει ένα ηλεκτρικό γκλοπ- ουσιαστικά φαλλική προέκταση).
Μπορείτε αν θέλετε να ξεχάσετε όλα τα παραπάνω. Να θυμάστε μόνο να παρακολουθήσετε αυτή την ταινία εκεί που πραγματικά της αξίζει: στη σκοτεινή αίθουσα.