Καθώς η αγωνία για την τελετή απονομής των βραβείων της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου κορυφώνεται, σε μια από τις καλύτερες οσκαρικές περιόδους των τελευταίων ετών, βλέπουμε πολλές από τις υποψήφιες ταινίες στις αθηναϊκές αίθουσες. Θα μιλήσουμε για το Mudbound, ένα δράμα εποχής- καλοδεχούμενα παλιομοδίτικο- που βρίσκεται στις κατηγορίες του Β’ Γυναικείου ρόλου (Μαίρη Τζέι Μπλάιτζ), του τραγουδιού (κι εκεί ανάμεσα παίρνει μια δεύτερη υποψηφιότητα η Μπλάιτζ), του διασκευασμένου σεναρίου (από τη σκηνοθέτιδα Ντι Ρις και τον Βιρτζίλ Ουίλιαμς- το βιβλίο είναι της Χίλαρι Τζόρνταν) και της φωτογραφίας (σε μια παραδοσιακά ανδροκρατούμενη κατηγορία, το όνομα της Ρέιτσελ Μόρισον).
Η ιστορία ξεκινάει λίγο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όπου συστηνόμαστε με δύο οικογένειες, τους άσπρους ΜακΆλαν και τους μαύρους Τζάκσον, στον Μισσισσιππή. Από την πρώτη κιόλας σκηνή-που θα οδηγήσει σε αναδρομή- η φωτογραφία μας αρπάζει. Η ατμόσφαιρα είναι βροχερή, είμαστε σε μια φάρμα που έχει λασπώσει και η σκοτεινή φωτογραφία συντονίζεται πλήρως με αυτή ακριβώς τη λάσπη που υπάρχει και στον τίτλο της ταινίας. Σιγά- σιγά αρχίζει η γνωριμία με τους χαρακτήρες σε μια αφήγηση που συχνά αλλάζει οπτικές γωνίες (τεράστιο το ενδιαφέρον να κινούμαστε από την μια «οικογένεια» στην άλλη). Η Κάρεϊ Μάλιγκαν υποδύεται μια συνεσταλμένη γυναίκα που θα γνωριστεί με τον Χένρι (Τζέισον Κλαρκ στο ρόλο). Επίσης σε μαγνητίζει η ατμόσφαιρα σε αυτές τις σκηνές- χώρια η δουλειά που έχει γίνει στο ενδυματολογικό τμήμα- όπου έχουμε και μουσική της εποχής και εισάγεται και το πραγματικά ρομαντικό στοιχείο με τη γνωριμία αυτής της γυναίκας με τον ανοιχτόκαρδο (και με επιτυχία στις γυναίκες) αδερφό του μέλλοντα συζύγου της, του Τζέιμι- μέχρι το τέλος της ταινίας θα βλέπουμε τον κρυφό πόθο, τις δυσκολίες και το εάν και πώς θα καταφέρουν να συναντηθούν αυτά τα δυο άτομα.
Ο Χένρι σχεδιάζει να μείνουν σε μια φάρμα στην οποία δουλεύει η οικογένεια Τζάκσον με όνειρο ζωής για τους τελευταίους να αποκτήσουν το δικό τους κομμάτι γης κάποια μέρα. Οι δυο πρεσβύτεροι Τζάκσον έχουν πλέον συνηθίσει στις κακουχίες και σε ρατσιστικές συμπεριφορές όπως αυτή που επιδεικνύει ο παππούς ΜακΆλαν. Να σημειώσουμε ότι αυτό τον ρόλο τον έχει ο Τζόναθαν Μπανκς και καταφέρνει τόσο λόγω υλικού όσο και επειδή είναι πραγματικά άξιος ερμηνευτής να κάνει αυτό το χαρακτήρα πραγματικά μισητό στο θεατή- τόσο ώστε όσο κι αν ψάχνουμε να μη βρίσκουμε κανένα ίχνος συμπάθειας για την κατάληξη που θα έχει.
Υπάρχει κάτι που έστω και σε εξωτερικό επίπεδο να ενώνει τις δύο αυτές οικογένειες; Ναι. Με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ένα παιδί κάθε οικογένειας πηγαίνει να υπηρετήσει την πατρίδα. Και ολόκληρο το δεύτερο μέρος του φιλμ δομείται ακριβώς πάνω στη σχέση που θα αναπτυχθεί ανάμεσα στους δύο νέους, τον έγχρωμο και τον άσπρο, μετά την επιστροφή τους από το μέτωπο. Φαίνεται πως το πρωτότυπο υλικό που έχουν να διαχειριστούν οι σεναριογράφοι είναι ένα δράμα δουλεμένων μέχρι παραμικρής λεπτομέρειας χαρακτήρων και αρκετών συγκρούσεων που καθηλώνουν μέχρι τα τελευταία λεπτά της ταινίας. Είναι ένα δράμα που ευτυχώς δεν κουνάει το δάχτυλο με εύκολα λόγια περί ρατσισμού αλλά αφήνει το θεατή μέσα από την τέχνη της δραματουργίας να ανακαλύψει αυτή την ζοφερή πραγματικότητα που βίωσαν τόσες γενιές μαύρων στην Αμερική. Κι εκεί έχουμε σκηνάρες, όπως αυτή της συνάντησης του άθλιου γέρου με το αγόρι των μαύρων που έχει μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο. Μέσα σε κάποιο μαγαζί. Και σχεδόν το διατάζει το παιδί- τον ήρωα- να φύγει από την πίσω πόρτα του μαγαζιού- έτσι συνηθιζόταν για τους μαύρους εκείνη την εποχή- για να πάρει βεβαίως ο πρώτος μια αποστομωτική απάντηση. Η συνέχεια επί της οθόνης, μην πούμε άλλα από εδώ…
Δεν μένει τώρα άλλο από το να εξετάσουμε την επιλογή της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου να στείλει στην πεντάδα για το Β’ Γυναικείο ρόλο τη Μαίρη Τζέι Μπλάιτζ (αυτήν από όλες τις πολύ καλές ερμηνείες του φιλμ). Της αναγνώρισαν ότι για τις ανάγκες του ρόλου πραγματοποιεί μια ολική μεταμόρφωση και δεν θυμίζει το είδωλο που έχουμε γνωρίσει ως τραγουδίστρια. Αφήνει εντελώς πίσω της το σταριλίκι. Με τη βοήθεια φυσικά του σεναριακού υλικού ενσαρκώνει χωρίς εξάρσεις αυτή την μητέρα που τη βλέπουμε να παλεύει για τον άρτο τον επιούσιο αλλά της δίνεται και ένας μορφασμός υπέρτατος να βγάλει στην τελευταία σκηνή.