Τα επεισόδια στον πρόσφατο ποδοσφαιρικό αγώνα της Σερβίας με την Αλβανία στο Βελιγράδι, έφεραν στην επικαιρότητα την αντιπαλότητα των δύο χωρών αλλά και το ζήτημα του αλβανικού εθνικισμού. Το όλο θέμα φυσικά δεν έχει σχέση με τον αθλητισμό, αλλά με την πολυτάραχη ιστορία των Βαλκανίων.

Οι προστριβές Αλβανών και Σέρβων δεν είναι κάτι καινούργιο. Ήδη από τον 15ο αιώνα οι σχέσεις των δύο λαών δεν ήταν ποτέ αρμονικές. Η αντιπαλότητά τους όμως αναζωπυρώθηκε πρόσφατα, με αφορμή το ζήτημα του Κοσόβου ή Κοσσυφοπεδίου που αποτελούσε τμήμα της Σερβίας με ιδιαίτερη ιστορική σημασία. Εκεί, στις 15 Ιουνίου του 1389, έλαβε χώρα μια σπουδαία και πολύνεκρη μάχη μεταξύ Σέρβων και Οθωμανών, στην οποία σκοτώθηκε ο σουλτάνος Μουράτ Α΄. Με το πέρασμα των αιώνων όμως, η σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής μεταβλήθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων να είναι πλέον αλβανικής καταγωγής. Το 1998-99 η ομοσπονδία Σερβίας-Μαυροβουνίου (απομεινάρι της διασπασμένης Γιουγκοσλαβίας) συγκρούστηκε με τους Αλβανούς του Κοσόβου, υπέρ των οποίων επενέβη τελικά το ΝΑΤΟ. Ως αποτέλεσμα του πολέμου αυτού, η Σερβία έχασε ουσιαστικά τον έλεγχο του Κοσόβου, το οποίο διακήρυξε την ανεξαρτησία του το 2008, χωρίς να αναγνωριστεί όμως από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Επρόκειτο για την τελευταία πράξη διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, που είχε ξεκινήσει το 1991 με το ξέσπασμα ενός αιματηρού εμφυλίου.
Η Αλβανία δεν είχε εμπλακεί άμεσα στον πόλεμο του Κοσόβου, αλλά είχε ταχθεί ξεκάθαρα υπέρ των μειονοτικών ομοεθνών της, αυτοπροβαλλόμενη ως ο φυσικός προστάτης τους. Η στάση της αυτή επιδείνωσε, όπως ήταν αναμενόμενο, τις σχέσεις της με τη Σερβία. Η ανεξαρτητοποίηση του Κοσσόβου -έστω και μονομερής- ενθάρρυνε τους Αλβανούς εθνικιστές, οι οποίοι άρχισαν να κάνουν λόγο για πιθανή ενοποίηση της περιοχής με τη “μητέρα Αλβανία”. Πόσο βάσιμες όμως μπορεί να είναι τέτοιες φιλοδοξίες;

Τα ισχυρά κράτη ανέκαθεν δεν ευνοούσαν το σχηματισμό περιφερειακών υπερδυνάμεων οι οποίες θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε δύστροπους συνεργάτες ή ακόμα και σε ανταγωνιστές. Οι μικρές και φτωχές χώρες είναι πάντα προτιμότεροι σύμμαχοι καθώς μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους χωρίς να είναι σε θέση να ζητήσουν υψηλά ανταλλάγματα εκ των πραγμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μέχρι σήμερα έγιναν πολλές αλλαγές συνόρων αλλά καμία δεν αφορούσε συνένωση επικρατειών, με εξαίρεση τις δύο Γερμανίες. Σχεδόν όλα τα νέα κράτη που σχηματίστηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες προήλθαν από διασπάσεις μεγαλύτερων χωρών, όπως η Γιουγκοσλαβία, η Σοβιετική Ένωση ή η Τσεχοσλοβακία. Συνεπώς, οι μεγάλες δυνάμεις θα ήταν μάλλον αντίθετες σε μια συνένωση της Αλβανίας με το Κόσοβο η οποία θα ανέτρεπε τις υπάρχουσες ισορροπίες στα Βαλκάνια.
Αυτό όμως δεν είναι το μόνο εμπόδιο. Σε αντίθεση με τα περισσότερα έθνη των Βαλκανίων, οι Αλβανοί δεν μπόρεσαν ποτέ να δημιουργήσουν ένα κράτος που θα περιλάμβανε όλους τους ομοεθνείς τους. Έτσι, ενώ το 1912 η Αλβανία απέκτησε την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική αυτοκρατορία, ένα μεγάλος μέρος του αλβανικού έθνους παρέμεινε υπό σερβική κυριαρχία. Αυτό μακροπρόθεσμα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αλβανικών πληθυσμών με πολλά κοινά χαρακτηριστικά αλλά συγχρόνως και αρκετές διαφοροποιήσεις, έχοντας ακολουθήσει ξεχωριστές πορείες στην ιστορία. Οι σημερινοί νέοι του Κοσόβου, δεν απαρνιούνται την «αλβανικότητά» τους και αναγνωρίζουν τους δεσμούς τους με τους ομοεθνείς γείτονές τους. Παράλληλα όμως έχουν αναπτύξει μια Κοσοβάρικη εθνική συνείδηση και η πλειοψηφία τους δεν τάσσεται υπέρ μιας ενοποίησης με την Αλβανία. Η σύσφιξη διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων τους είναι αρκετή. Οι Κοσοβάροι φέρνουν σαν παράδειγμα τη Γερμανία με την Αυστρία. Οι πληθυσμοί τους ανήκουν αμφότεροι στο γερμανικό έθνος, αλλά αυτό δεν τις εμποδίζει να αποτελούν ξεχωριστά κράτη.
Εν ολίγοις, στη σύγχρονη διεθνή σκηνή, τα σενάρια για μια «μεγάλη Αλβανία» έχουν περισσότερο σχέση με εθνικιστικές φαντασιώσεις, παρά με την άσκηση ρεαλιστικής πολιτικής.