Πώς ο Abraham Lincoln συρρίκνωσε το όργανο των λευκών, του Βαγγέλη Γεωργίου

Δημοσιεύθηκε

Η καψούρα του Ρετ Μπάτλερ με την ξιπασμένη Σκάρλετ στο “Όσα παίρνει ο Άνεμος” (1939) είχε φόντο τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο του 1861-65, ακριβώς δηλαδή την ίδια περίοδο που θίγει η σύγχρονη ταινία Λίνκολν του Σπίλμπεργκ.

lincoln

Σε εκείνη την ασπρόμαυρη ταινία δεν θα δεις πουθενά τον Λίνκολν, ούτε τον Τζέφερσον, ούτε γνωστές μάχες ανάμεσα σε Βόρειους και Νότιους. Ήταν ένα έργο εθνικής συμφιλίωσης που απέφυγε την πολιτική και οτιδήποτε που θα έξυνε πληγές του παρελθόντος. «Είμαστε όλοι αμερικανοί», «ο πόλεμος είναι κακό πράγμα» και άλλα τέτοια. Η σπεσιαλιτέ της αμερικανικής μεγάλης οθόνης ήταν ανέκαθεν η “σαλάτα”, έπρεπε όλες οι διαφορετικότητες και αντιφάσεις της αμερικανικής κοινωνίας να υποταχθούν σε μία ενιαία εθνική αφήγηση: ο Λίνκολν απελευθέρωσε τους μαύρους με την 13η  Τροπολογία του Συντάγματος (1865).

Φυσικά, μετά την κοσμοϊστορική αυτή νομοθετική παρέμβαση, δεν άλλαξαν και πολλά στις ζωές των μαύρων. Μια απλή καταγγελία κάποιας λευκής γυναίκας ότι έγχρωμος της έκλεισε πονηρά το μάτι, αρκούσε για να βρεθεί ο δύσμοιρος, καμένος και ημιθανής να κρέμεται από ένα δέντρο. Μέσα σε 15 χρόνια τα λιντσαρίσματα είχαν ξεπεράσει τα 2.500 ελκύοντας το ενδιαφέρον χιλιάδων νότιων πολιτών, σαν να ήταν ένα είδος “σπορ”.

Ο αμερικανικός κινηματογράφος συνέχιζε να είναι στον αστερισμό της “ελευθερίας” και της υποτιθέμενης ισότητας. Ωστόσο, την δεκαετία του 1920 ξεπετάχτηκε ο μαύρος κινηματογράφος διαμαρτυρίας. Ταινίες, όπως The Brith of a Race του Έμετ Σκοτ, όπως και άλλες του είδους, έπρεπε κάπως να πουν και αυτές την πραγματικότητα. Ωστόσο, πέσανε έξω. Ήταν εξαιρετικά ηθικολογικές παρουσιάζοντας τους μαύρους βαρετά καλούς και δίκαιους. Τζίφος…

Πολλά χρόνια αργότερα, όμως, μέσα της δεκαετίας του 1960, οι Δημοκρατικοί – οι άλλοτε υποστηρικτές της δουλείας – προώθησαν ουσιαστικά τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων απαλλάσσοντάς τους και από τις φυλετικές διακρίσεις τις οποίες δεν θα πείραζε ο Λίνκολν 100 χρόνια πριν. Τότε, λοιπόν, οι μαυρούληδες έκαναν ένα αδυσώπητο κινηματογραφικό come back. Τότε, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στην δεκαετία του 1970, οι μαύροι άρχισαν να γυρίζουν ταινίες οι οποίες είχαν ανέλπιστη επιτυχία. Η θεματολογία τους ήταν η βία και, φυσικά, η φυλετική αντεκδίκηση: στα έργα αυτά οι λευκές τσαπερδόνες έπεφταν θύματα της αρρενωπότητας των μαύρων εντυπωσιακών εραστών. Οι άλλοτε αγριεμένοι δούλοι έπαιρναν εκδίκηση υποτάσσοντας τις λευκές γυναίκες, οι οποίες παραδέχονταν τους μαύρους επιβήτορες δίνοντάς τους σαφή υπεροχή έναντι των αντίστοιχων λευκών. Έτσι, ξεκίνησαν και οι μαύροι φαλλοί να κερδίζουν μήκος και, συνεπώς, έδαφος στα λευκά κρεβάτια. Η βιομηχανία του πορνό αναπροσδιορίζεται και οι παραδοσιακοί εφιάλτες, πολλών ρατσιστών αμερικάνων, παίρνουν σάρκα και οστά στην μικρή οθόνη. Οι λευκοί άνδρες, αντίστοιχα, έβρισκαν φυσικά πολύ πιο θερμές τις έγχρωμες γυναίκες συγκριτικά με τις ψυχρές και ξενέρωτες λευκές. Και έτσι όλοι βολεύονταν.

Το 1858 ο Λίνκολν θέλοντας να υπερασπίσει την περιορισμένη κατάργηση της δουλείας, αλλά ταυτόχρονα και την λευκή δύναμη, πέταξε αυτό: «επειδή ο λευκός είναι όντως ανώτερος, δεν σημαίνει ότι πρέπει να αρνηθούμε τα πάντα στους μαύρους. Το γεγονός ότι δεν θέλω να είναι σκλάβα μια μαύρη γυναίκα, δεν σημαίνει ότι την θέλω για γυναίκα μου».  Και έτσι άθελά του έδωσε θάρρος στον μαύρο χωριάτη να ανέβει στο λευκό κρεβάτι, damn it…

Ακολουθήστε μας στο Google News

Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα
άρθρα