Τα τελευταία χρόνια η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας φαίνεται σε πολλούς κάπως αλλοπρόσαλλη και αψυχολόγητη. Η χώρα αυτή υπήρξε πάντα ένας πιστός σύμμαχος των Η.Π.Α, εκμεταλλευόμενη τη στρατηγική της θέση στις παρυφές της Μέσης Ανατολής και στο “υπογάστριο” της Σοβιετικής Ένωσης. Η Τουρκία προέβαλλε τον εαυτό της ως παράδειγμα μουσουλμανικού κοσμικού κράτους, παραμένοντας σταθερά προσανατολισμένη προς τη Δύση. Παράλληλα η ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείτο θέμα χρόνου από πολλούς αναλυτές και πολιτικούς.
Η εικόνα αυτή όμως έχει αρχίσει να αλλάζει καθώς η Τουρκία επιχειρεί να χτίσει την εικόνα του προστάτη των απανταχού μουσουλμάνων. Κύριος εκφραστής αυτής της πολιτικής είναι ο τέως πρωθυπουργός και νυν πρόεδρος της χώρας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ο ισλαμικός παράγοντας που είχε υποβαθμιστεί δραματικά από την περίοδο κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ξαναβγήκε στην επιφάνεια και προσπαθεί να ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Έτσι Τουρκία προβαίνει πια σε ενέργειες μάλλον ασυμβίβαστες με το δυτικό προφίλ της, το οποίο είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε όλα αυτά τα χρόνια. Τα ανοίγματα στο Ιραν και τον αραβικό κόσμο και οι καταγγελίες της ισραηλινής πολιτικής στην Παλαιστίνη, επιδείνωσαν τις σχέσεις της Άγκυρας με το Τελ Αβίβ και προκάλεσαν προβληματισμό -αν όχι δυσαρέσκεια- στις Η.Π.Α. Ταυτόχρονα ο Ερντογάν παρουσιάζει ένα όλο και πιο αυταρχικό πρόσωπο επιχειρώντας περιορισμό των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων και προκαλώντας μαζικές αντιδράσεις.
Όλα αυτά δεν θα μας φαίνονταν περίεργα αν γνωρίζαμε ότι ανέκαθεν στη γείτονα χώρα συνυπήρξαν ουσιαστικά δύο εντελώς διαφορετικές Τουρκίες. Η μία είναι αυτή του Κεμάλ Ατατούρκ, εξευρωπαϊσμένη με εθνική και γλωσσική ομοιογένεια, όπου κυρίαρχη θέση κατέχει ο στρατός και η αστική τάξη ενώ η ισλαμική θρησκεία δεν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο. Η άλλη είναι η παλιά οθωμανική Τουρκία που παραμένει πεισματικά προσκολλημένη στην κληρονομιά των αυτοκρατορικών χρόνων, όντας δύσπιστη και καχύποπτη απέναντι στους Δυτικούς. Οι υποστηρικτές της είναι υπέρ ενός μεγάλου και ανομοιογενούς έθνους, αποτελούμενου από διάφορες φυλετικές και γλωσσικές ομάδες τις οποίες ενώνει η κοινή πίστη στο Ισλάμ. Για την οθωμανική Τουρκία η θρησκεία παίζει θεμελιώδη ρόλο, αποτελώντας τον ισχυρότερο παράγοντα κρατικής ενότητας.
Αν και μοιράζονται ένα κοινό εθνικιστικό υπόβαθρο, οι δύο Τουρκίες δεν συνυπήρξαν ποτέ αρμονικά. Η σύγκρουσή τους ξεκίνησε το 1908 με το κίνημα των Νεότουρκων εναντίον του οθωμανικού θρόνου και κορυφώθηκε το 1922, όταν ο Κεμάλ Ατατούρκ αναδείχθηκε στον αδιαμφισβήτητο ηγέτη της χώρας και κατήργησε οριστικά το θεσμό του σουλτάνου. Από τότε και μέχρι πριν έντεκα περίπου χρόνια, στο τιμόνι της Τουρκίας βρίσκονταν ομάδες που αντιπροσώπευαν το κεμαλικό πρότυπο διακυβέρνησης, συνεχίζοντας την «πορεία προς τη Δύση». Το 2003, με την άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία η οθωμανική αντίληψη περί κράτους έκανε δυναμικά την επανεμφάνισή της ύστερα από οκτώ δεκαετίες. Ο εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας έπαψε να είναι η βασική προτεραιότητα της χώρας και τη θέση του κατέλαβε αυτό που από πολλούς αναλυτές περιγράφεται ως Νέο-Οθωμανισμός. Πρόκειται δηλαδή για μια προσπάθεια σύσφιξης των σχέσεων με τα κράτη που αποτελούσαν παλιότερα τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο πληθυσμός τους ασπάζεται το Ισλάμ. Η Τουρκία φαίνεται να μην θέλει πλέον να είναι ο αντιπρόσωπος των Δυτικών στη Μέση Ανατολή αλλά μια αυτόνομη περιφερειακή δύναμη που έχει θέσει «υπό την σκέπη της» τις γειτονικές ομόθρησκες χώρες. Ο Ερντογάν έφτασε σε σημείο να προσεγγίσει ακόμα και τους Κούρδους οι οποίοι μπορεί να αποτελούσαν ανέκαθεν το μεγαλύτερο πονοκέφαλο των τουρκικών κυβερνήσεων αλλά παραμένουν μουσουλμάνοι.
Από ό,τι φαίνεται οι δύο Τουρκίες θα συνεχίσουν να βρίσκονται σε σφοδρή αντιπαράθεση καθώς οι κεμαλικοί κύκλοι δεν είναι διατεθειμένοι να παραιτηθούν αμαχητί από την εξουσία. Έχοντας πλέον αυτή τη σύγκρουση υπ’ όψιν είναι πιο εύκολο να καταλάβουμε και να εξηγήσουμε κάποιες φαινομενικά περίεργες πολιτικές επιλογές της γειτονικής μας χώρας. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι ο Ενρτογάν αποκαλείται από πολλούς –έστω και ειρωνικά– ο «Νέος Σουλτάνος».