Ο κόσμος γύρω μου αλλάζει… Αλλάζουν οι καιροί…. Οι άνθρωποι γύρω μου τρόφιμοι μιας πόλης που δεν ξέρω πια, δεν μπορώ να αναγνωρίσω, έκλεισαν τις πόρτες τους στην, καλημέρα μου. Ο μόνος τρόπος να τους βρει πια αυτή η καλημέρα είναι το ραδιόφωνο που δουλεύω, το facebook, ένα e-mail άχρωμο.
Το σταθερό τηλέφωνο πια δεν χτυπάει να πει ένα «Τι κάνεις; Χαθήκαμε, έλα να τα πούμε ακόμη και Κυριακή να φάμε μαζί γιουβετσάκι από τα χέρια μου. Όλα καλά αδελφέ; Χαιρετισμούς να δώσεις, χάρηκα, και εγώ, και εγώ, γεια… γεια…»
Μόνο το κινητό εμμένει και επιμένει να χτυπά όσο είμαι εν κινήσει, στάσιμη μόνιμα εντός μου, να παρακολουθώ την διαφορετικότητα μου σαν παρατηρητής, σαν εσένα, σαν εμένα;
Ο κόσμος γύρω μου αλλάζει, η Ελλάδα μου αλλάζει, δεν είναι η Ελλάδα μου πια η αρχόντισσα με την πλουμιστή Καρπάθικη φορεσιά ή με την λιτή απέριττη της Ηπείρου την μαυροφορεμένη για παλικάρια που έχασε, που χόρευε πρώτη στα πανηγύρια και όλοι την θαύμαζαν. Η Ελλάδα μου σαν αρκούδα χορεύει πλέον με το ντέφι σε ξένες αγορές και αλλότρια παζάρια, ελπίζοντας να ρίξουν λίγα κέρματα στο τσίγκινο τασάκι της αυτοί που χτες ήταν θαρρώ, που είχαν στήσει να εκτελέσουν στον τοίχο τον λευκό τα ασπροπουκάμισα αγόρια της.
Βράδυ και εσύ και όλοι, θα πρέπει να βάλουμε τα καλά μας και να βγούμε κι ας φοράμε το μαύρο μιας μέρας που έμεινε Παρασκευή. Εγώ απόψε δεν θέλω ψεύτικα χαμόγελα, ένα οδυνηρό φλας μπακ θέλω, και να πονέσω πολύ, στον μαγικό κόσμο της πρώτης παιδικής μου μνήμης. Σε μέρες πιο απλές, πιο αφελείς αλλά και πιο πολύτιμες.
Σε πρόσωπα ακριβά που χάθηκαν ήσυχα από κοντά μου. Σαν τον πατέρα μου τον παραμυθά με τα λευκά μαλλιά και γένια που μου θύμιζε, τον Θεούλη της προσευχής. Σε μισοξεχασμένες φυσιογνωμίες που κοίτα χούι βρε αδελφέ μου, δεν θυμάμαι τι χρώμα μάτια είχαν μα θυμούμαι πολύ καλά πως μύριζαν και πως άγγιζαν.
Θέλω ένα reset στην μνήμη μου σε γέλια που ηχούν πια σαν αντίλαλος στα αυτιά μου, σε μια αθωότητα που έφυγε για να μην ξανάρθει ποτέ, χτυπώντας πίσω της θυμωμένη την πόρτα.
Σε μια αθωότητα που άφησε το αποτύπωμα της σαν πατούσα σε φρέσκο τσιμέντο. Σαν το πατουσάκι το δικό μου στην Κρήτη που φύλαξε η μάνα μου έστω και τσιμεντένιο, να την καλωσορίζει τα καλοκαίρια. Ελλάδα μου που δεν ξέρω πια τι να σου τραγουδήσω, τι να σου πω, τι να σου αφιερώσω που ούτε εμένα ξέρω πια…
Ελλάδα μου άγρια, επιθετική, εκδικητική, φοβισμένη, μόνη, πόσο μου μοιάζεις. Άλλοι μας εξαγριώσανε, άλλους αγαπήσαμε, άλλους πιστέψαμε, άλλοι μας ντόπαραν με ψέμα, άλλοι μας ξαμολήσανε σε αυτήν την ανελέητη κούρσα αναζήτησης μιας μόνο αλήθειας.
Ο κόσμος άλλαξε, άλλαξαν οι καιροί φίλε που δεν σε ξέρω και δεν με ξέρεις, που δεν ξέρουμε την χώρα μας.
Άλλαξαν όλα…
Οδυνηρά και αμετάκλητα…
Και εγώ θύμισε μου να χαρείς, δεν σου είπα καλημέρα.
Θύμισε μου να χαρείς φίλε Νο 4570 στο facebook, τι χρώμα μάτια έχεις;