Μια ανοιξιάτικη ηλιόλουστη ημέρα η βαρεμάρα και η κούραση περικύκλωναν το σπίτι μας με τη μουντή αύρα τους. Όλοι βαριόμασταν αφάνταστα να κάνουμε το οτιδήποτε, παρόλο που η μέρα ήταν τόσο φωτεινή, αλλά και ευχάριστη. Έτσι και εγώ βαριόμουν όπως όλους τους άλλους, ώσπου μου κατέβηκε μια περίεργη ιδέα στο μυαλό. Να πάω να ανοίξω το παλιό ξύλινο και ξεθωριασμένο συρτάρι με τα χρυσά χερούλια και να δω παλιές φωτογραφίες της οικογένειας. Με το που μου ήρθε η ιδέα, σηκώθηκα απότομα και ξύπνησα τον κοιμισμένο παππούλη μου από τον βαθύ ύπνο του. Έπειτα πήγα άνοιξα το ξύλινο παλιό συρτάρι και έπιασα ένα album. Μόλις το σήκωσα έπεσε μια φωτογραφία που έδειχνε μια όμορφη γλυκεία κοπέλα να ποζάρει ξαπλωμένη σε ένα πεζούλι και να την χαϊδεύουν τα αγριολούλουδα αμέριμνα.
Είχε κατάμαυρα λιτά μαλλιά και γλυκά καφέ ματιά που όσο πιο πολύ τα κοιτούσες τόσο πιο πολύ σε ταξίδευαν σε όνειρα πέρα απ την φαντασία. Τα χείλη της κατακόκκινα σαν ματωμένο τριαντάφυλλο φορούσαν το φανταχτερό χαμόγελο τους. Το σώμα της φιδίσιο και το δέρμα της σοκολατένιο και απαλό σαν τ άγγιγμα τ αγέρα.
Τα πόδια της καμπυλωτά με τρία χρυσά βραχιόλια να τα στολίζουν.
Φορούσε και ένα μεταξένιο χακί φόρεμα με διάφορα σκούρα κεντήματα στις άκρες του. Μόλις αντίκρισα την φωτογραφία είχα παρά μόνο ένα μεγάλο συναίσθημα. Ένα συναίσθημα μεγαλύτερο απ’την ευτυχία και τη χαρά, ένα συναίσθημα αγάπης.
Τελικά αυτό το αγγελικό πρόσωπο που απεικονιζόταν στη φωτογραφία ήταν η μητέρα μου, μου είπε ο μπαμπάς μου χαμογελώντας. Τότε οι σκέψεις μου έγιναν ακόμη πιο έντονες και το συναίσθημα μου πιο δυνατό απ’ οτιδήποτε. Γιατί μόνο ένα πράγμα είναι το μεγαλύτερο και δυνατότερο στον κόσμο. Η ΑΓΑΠΗ!
Η Αναστασία Χατζηιωάννου είναι 14 ετών, μαθήτρια της Β’ Γυμνασίου. Το κείμενο της είναι από μια σχολική έκθεση όταν ήταν 11 χρονών.