Πρέπει να το ομολογήσω. Η ειλικρίνεια είναι βασική αρετή του ανθρώπου. Κάθε φορά που τυχαίνει να συναντήσω κάποια είδηση που να αφορά την Ελλάδα, στρέφω τα αυτιά και τα μάτια μου σε αυτή με ιδιαίτερη προσοχή, πολλώ δε μάλλον όταν αυτή η είδηση είναι χαρμόσυνη και χαΐδεύει τη ματαιοδοξία του να είμαι Ελληνίδα. Αρχίζουν βαθιά μέσα μου, από τα σωθικά μου, ίσως, να με κατακλύζουν παράταιρα αισθήματα φιλοπατρίας. Όχι πως είμαι ιδιαιτέρως πατριώτισσα με την έννοια που είχε κάποτε αυτή η λέξη. Πολύ περισσότερο με εκνευρίζουν οι Έλληνες και η ελληνική νοοτροπία που κυριαρχεί στην εποχή μας, παρά τους συμπαθώ. Όταν όμως βλέπω -καλή ώρα όπως σήμερα το πρωί που διάβαζα την κυριακάτικη εφημερίδα μου- ειδήσεις που να εκθειάζουν τον ελληνικό πολιτισμό, ή απλώς κάποια συμβάντα που να αφορούν το έργο κάποιου Έλληνα, ασυναίσθητα φουσκώνω όλο υπερηφάνεια και σκέφτομαι, πως η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, που λέει και το παραδοσιακό άσμα.
Σήμερα λοιπόν διάβαζα πως στη Μαδρίτη θα συνεχιστεί μέχρι τις 5 Οκτωβρίου η έκθεση προς τιμήν του El Greco,κατά κόσμον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, “Ελ Γκρέκο και μοντέρνα ζωγραφική” στο Μουσείο ντελ Πράδο, λόγω των 400 χρόνων από το θάνατό του. Είναι να μην χαρεί λοιπόν κανείς που οι Ισπανοί τιμούν έτσι τον Έλληνα ζωγράφο; Θυμήθηκα μάλιστα πως όταν είχα ταξιδέψει στο Εδιμβούργο, είχα δει τρεις πίνακές του, και μπροστά από τον επονομαζόμενο “Fabula” κάθονταν 3 Σκοτσέζοι που συζητούσαν ενδελεχέστατα από τα χρώματα που είχε επιλέξει στον καμβά, μέχρι τη στάση του σώματος του των χαρακτήρων, παρομοιάζοντάς τους με άλλες φιγούρες άλλων καλλιτεχνών. Ήμουν έτοιμη να τους πω πόσο πολύ χαίρομαι που εκτιμούν τόσο το έργο ενός προγόνου μου. Βέβαια, χαλιναγώγησα αμέσως την αδικαιολόγητη έπαρση που ένιωθα, και άφησα τους ανθρώπους στην ησυχία τους. Όπως επίσης, διαβάζοντας την είδηση για το μουσείο της Μαδρίτης, χάρηκα απλώς, και είμαι σίγουρη πως μέχρι την επόμενη εβδομάδα θα το έχω ξεχάσει -μιας και δεν προλαβαίνω να πάω στη Μαδρίτη να τη δω.
Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να φτάσω στο εξής συμπέρασμα. Η γενικότερη νοοτροπία του Έλληνα καλλιεργεί την εγωπάθεια και τον ναρκισσισμό. Από το σχολείο όπου μαθαίνει κανείς πως ο Έλληνας ήταν και είναι γενναίος και ατρόμητος μέχρι την εργασία όπου κυριαρχεί η άποψη πως ο Έλληνας είναι ο πιο εύστροφος και δημιουργικός. Έχω αρχίσει να σκέφτομαι πως ίσως δεν θα έπρεπε να έχουμε όλον αυτόν τον αρχαίο πολιτισμό στις πλάτες μας. Ίσως τότε να φροντίζαμε περισσότερο την παρούσα εποχή, κυνηγώντας την σύγχρονη υστεροφημία. (Όλα άλλωστε για μια υστεροφημία δεν τα κάνουμε;) Αντ’ αυτού, όμως, βλέπω να συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Έλληνες επαναπαυμένοι λόγω μιας ιστορίας και κάποιων ιστορικών κεκτημένων, που στην τελική, ένα 50% δεν την ξέρει καν -αν και φοβάμαι πως το ποσοστό είναι μεγαλύτερο- και σύγχρονες ράθυμες φιγούρες που προτιμούν να πληροφορούνται περισσότερο για τα σύγχρονα κουτσομπολιά της show biz, εγχώριας και ξένης, από το facebook και το twitter, παρά για ειδήσεις ή συμβάντα που ξεφεύγουν από αυτό που λέμε εφήμερο.
Όμως μιας και η γράφουσα δεν ξεφεύγει από τον γενικό κανόνα πρέπει οπωσδήποτε να επικαλεστώ κάποιες δικαιολογίες, ως γνήσια Ελληνίδα και για τη δική μου ματαιοδοξία, απραγία, αδράνεια. Η αλήθεια, χωρίς φόβο και πάθος, είναι πως απλώς έχω συνηθίσει. Έχω συνηθίσει να είμαι Ελληνίδα. Έχω συνηθίσει στο ότι τα μουσεία της χώρας μου δεν θα μοιάζουν ούτε στο ελάχιστο με αυτά του εξωτερικού. Έχω συνηθίσει στο ότι το πανεπιστήμιο Αθηνών όπου σπουδάζω θα έχει μια ζωή προβλήματα -μέχρι τουλάχιστον να τελειώσω- και θα πηγαίνω απλώς για να παρακολουθώ δίχως να το κάνω αυτά τα 3 εναπομείναντα χρόνια (εντάξει, τέσσερα, είπαμε είμαι Ελληνίδα) δεύτερο σπίτι μου. Έχω συνηθίσει στο ότι η πόλη μου θα είναι βρώμικη γιατί απλώς δεν ξέρω τι θα πει να μην πετάω σκουπίδια στον δρόμο, ή να μην φτύνω, για παράδειγμα. Έχω συνηθίσει στο ότι θα ζηλεύω κάθε καινούργιο καταναλωτικό αγαθό που βγαίνει στην ελεύθερη αγορά κι ας ξέρω πως δεν μου χρειάζεται. Θα συνεχίσω να βλέπω παιδάκια 5 χρονών να παίζουν με κινητά και tablets για να απασχολούνται και να μην ενοχλούν τους γονείς τους και δεν θα λέω κάτι. Σε μερικά χρόνια θα μου φαίνεται φυσιολογικό. Θα περνώ δίπλα από άστεγους στον δρόμο, θα βλέπω τα ίδια πρόσωπα στο μετρό να επαιτούν σε καθημερινή βάση, ίσως καμιά φορά να μπαίνω και στο μετρό χωρίς εισιτήριο γιατί ξέρω πως κανένας δεν θα με ελέγξει. Θα πάω να δώσω εξετάσεις για δίπλωμα ξέροντας πως στην τιμή του διπλώματος θα προσθέσω 100-200 ευρώ περισσότερο δίκην λαδώματος. Θα συνεχίσω να χαζογελώ όταν σκέφτομαι πως είμαι παντελώς ανιστόρητη και αγεωγράφητη και θα βρίσκω δικαιολογία στο ότι και οι άλλοι είναι έτσι. Θα ξεχνώ, εσκεμμένα τις αποδείξεις, από τα εστιατόρια και τα μπαρ όπου θα πηγαίνω. Θα αναλογίζομαι τι να ψηφίσω στις εκλογές όταν γίνουν και θα εκνευρίζομαι μη μπορώντας να βρω την απάντηση. Θα γκρινιάζω βέβαια για την γενικότερη κατάσταση όμως θα χαίρομαι όταν ακούγεται το όνομα της Ελλάδας για καλό σκοπό. Πάνω από όλα θα χαίρομαι όταν σπαράγματα ομορφιάς της χώρας τονίζονται, ξέροντας πως όσο περνούν τα χρόνια όλο και λιγότερα θα αφήνουμε πίσω μας ως χώρα. Πάνω από όλα θα νοσταλγώ κάτι ευχές που έκανα ως αθώα μικρά να μην συνηθίσω.
Κι όμως, συνήθισα. Ή και να μην συνήθισα, απλώς δεν κάνω τίποτα για να μην συνηθίσω.