Το σινεμά, όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης από αρχαιοτάτων χρόνων, δεν σταματά να αποτελεί εκτός από ψυχαγωγία και μια καταγραφή-μέσα από τους κανόνες και τις δυνατότητες του μέσου, φυσικά, της ιστορίας των ανθρώπων.
Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη περίοδο της ιστορίας, με μια προσφυγική κρίση που έχει χαρακτηριστεί ως η χειρότερη από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Συρία είναι ένας εφιάλτης που κρατάει ήδη από το 2011. Όλο και περισσότεροι είναι οι καλλιτέχνες που ευαισθητοποιούνται σχετικά με τις δυσκολίες και τις απάνθρωπες συνθήκες που συναντούν οι πρόσφυγες κατά την προσπάθειά τους να αναζητήσουν άσυλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μετά το αριστουργηματικό Λιμάνι της Χάβρης, ο σκηνοθέτης Άκι Καουρισμάκι επανέρχεται με ένα έργο οπωσδήποτε σημερινό αλλά που δεν ξαφνιάζει σε επίπεδο μορφής, μιας και βρισκόμαστε σε ένα σύμπαν όμοιο με εκείνο των προηγούμενων ταινιών του (συνεπής ως δημιουργός κινηματογραφιστής). Αυτό, όμως, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι δεν απολαμβάνουμε την μινιμαλιστική αισθητική του, τα επηρεασμένα από το φιλμ νουάρ (αλλά και τη ζωγραφική) κάδρα του, την οικονομία στην αφήγησή του, τους λιγομίλητους ήρωες του, και το κλίμα από τα μπαρ των λιμανιών.
Δύο ήρωες θα φέρει κοντά σε αυτή την ταινία του ο Καουρισμάκι. Από τη μια έχουμε έναν ντόπιο που ασχολείται με τη χονδρική πώληση πουκαμίσων. Ο χωρισμένος Βίκστρομ δεν βρίσκει κανένα ενδιαφέρον πια σε αυτή τη δουλειά, οι εποχές έχουν δυσκολέψει με όλο και περισσότερα μαγαζιά να λιγοστεύουν τις παραγγελίες τους ή να βάζουν λουκέτο, οπότε αποφασίζει να στραφεί προς το μεγάλο του όνειρο και να αγοράσει ένα εστιατόριο. Τα λεφτά θα τα βρει από μια παρτίδα πόκερ που θα παίξει με ανθρώπους που δεν ανήκουν ακριβώς στο καλό κόσμο- μια ακόμη ατμοσφαιρική, μυστηριώδης σκηνή της ταινίας. Θα αγοράσει ένα ουσιαστικά παρακμιακό μαγαζί που θα του πουλήσουν ως φιλέτο που συγκεντρώνει όλους τους πλούσιους φοιτητές της περιοχής. Είναι πολλές από τις σκηνές στο εστιατόριο που δίνουν γέλιο (από τις πρώτες συστάσεις μέχρι την απόπειρα για μετατροπή του σε… κινέζικο κι από εκεί στη έφοδο της αστυνομίας) , έστω και με ένα χιούμορ αρκετά μακριά από τα δικά μας μεσογειακά δεδομένα.
Άλλος βασικός ήρωας της ιστορίας μας είναι ο Καλέντ, πρόσφυγας από τη Συρία που έχει χάσει στη διαδρομή την αδερφή του και τώρα ζητά άσυλο στη Φινλανδία. Στο πρώτο μέρος-όπου ακόμα δεν έχει διασταυρωθεί η ιστορία του με εκείνη του Βίκστρομ- βλέπουμε το πώς τον αντιμετωπίζει το τυπικό βλέμμα του κράτους που κάποτε φθάνει να γίνει απάνθρωπο. Κάπου εκεί υπάρχει και μια δυνατή σκηνή με το Καλέντ να παίζει ένα όργανο της πατρίδας του, κι η νοσταλγία στα μάτια αυτού και των συντρόφων του σε αγγίζει ως τα τρίσβαθα, κρίμα που κόβεται απότομα στο μοντάζ η σκηνή αυτή. Ο Καλέντ θα εναντιωθεί, δεν θα διστάσει, θα το σκάσει και θα πέσει πάνω στον επίδοξο εστιάτορα και τους τρεις υπαλλήλους του που είναι επίσης μούτρα όπως το αφεντικό τους (ξέρει να διαλέγει φάτσες, θα λέγαμε, ο Καουρισμάκι!). Θα βρει τη βοήθεια από εκεί που δεν το περιμένει, λοιπόν, από έναν misfit. Και η μαγκιά αυτού του misfit είναι ότι τείνει τη χείρα βοηθείας με τρόπο διακριτικό και ανεπιτήδευτο. Άρα ανθρώπινο.
Από τη στιγμή που Η άλλη όψη της ελπίδας είναι σινεμά του auteur, σαφώς και συναντάμε κάποια στοιχεία όπως την αισθητική του κάδρου, το ιδιαίτερο χιούμορ και την αγάπη για το ροκ εν ρολ (τι κομματάρες παρεμπιπτόντως έχει και αυτό το φιλμ και πόσο ταιριάζουν με την ψυχοσύνθεση και τα βλέμματα των πρωταγωνιστών-ιδίως του Καλέντ!) που διατρέχουν όλο το έργο του Φιλανδού σκηνοθέτη. Όσο όμως κι αν δεν μας δίνει τη μεγάλη έκπληξη σε επίπεδο φόρμας, η ταινία του Άκι Καουρισμάκι μας κάνει να βγαίνουμε από την αίθουσα με ένα χαμόγελο- έστω και στραβό.