Είναι φορές που βρισκόμαστε μπροστά σε ένα σινεμά που με δυσκολία μπορούμε να περιγράψουμε με λόγια. Ένα σινεμά με το σίγμα κεφαλαίο. Από εκείνο που σπανίζει όλο και πιο πολύ στις μέρες μας, μέρες του CGI και της υπέρμετρης χρήσης του green screen. Το Blade Runner 2049 καθηλώνει το θεατή από το πρώτο μέχρι το τελευταίο πλάνο. Ακόμα κι εκείνους που θα περίμεναν μια περισσότερο βαβουριάρικη ταινία επιστημονικής φαντασίας- ας ξεκαθαρίσουμε βέβαια ότι δεν του λείπουν οι καλές σκηνές δράσης- βρίσκει τον τρόπο και τους κερδίζει.
Αυτή τη φορά βασικός πρωταγωνιστής είναι ο αστυνομικός Κ, με τη μορφή του Ράιαν Γκόσλινγκ. Φυσικά και πρόκειται για ανθρωποειδές και φυσικά η τοποθεσία μας είναι ένα Λος Άντζελες έρημο και αφιλόξενο. Και έρχεται αυτό το υποδειγματικό ντεκόρ της ερημιάς και το φωτίζει- διότι, τι θα ήταν το σινεμά χωρίς την τέχνη της φωτογραφίας και του μοντάζ;- ο Ρότζερ Ντίκινς (την υποψηφιότητα στα επερχόμενα Όσκαρ θα μπορούσαμε να πούμε ότι την έχει στο τσεπάκι του, να δούμε αν η 14η αυτή θα είναι και η τυχερή του) με τέτοιο τρόπο που μπαίνουμε ακόμα πιο βαθιά σε αυτό το σκοτεινό παραμύθι που μόνο επιστημονικής φαντασίας δεν είναι.
Διότι οι σπασμένες επικοινωνίες, η ερημοποίηση, η μη ανοχή στο ξεχωριστό, οι ψεύτικες μνήμες, η εργασιακή καταπίεση του ακραίου καπιταλισμού, η δυσκολία του ερωτικού πλησιάσματος, τα μειονεκτήματα της ψηφιακής τεχνολογίας (προσέξτε την αναφορά στην ταινία περί των αρχείων που επέζησαν μετά το Μεγάλο Μπλακάουτ) είναι μερικά μόνο από όσα συναντάμε πλέον καθημερινά στο βίο τον αβίωτό μας.
Τι εξαίσιο, όμως, που είναι να βλέπεις το σενάριο της ταινίας να γίνεται ένα με τον τρόπο που θέλει να κτίσει τις σεκάνς του ο Βιλνέβ. Και ας τολμήσουμε να πούμε ότι σε κάποια σημεία εντοπίζουμε μακρινή συγγένεια με τα «επιστημονικής φαντασίας» του Ταρκόφσκι όπου πρώτα βυθίζουν το θεατή σε μια ατμόσφαιρα και αν υπάρχει η υπομονή του, τον φτάνουν και στο τελικό ζητούμενο.
Δεν γίνεται, λοιπόν, να μη χαραχτούν στη μνήμη οι σεκάνς στο πρώτο μέρος της ταινίας (σάμπως είναι χειρότερες εκείνες στο δεύτερο μέρος;) όπου βλέπουμε τη μοναχική, άδεια όσο και υπολογισμένη από τους άλλους ζωή του ανθρωποειδούς, με ένα Ράιαν Γκόσλινγκ που όχι μόνο ακτινοβολεί για ακόμη μια φορά στο φακό αλλά καταφέρνει να είναι απολύτως λιτός εκφραστικά, δίχως να κουνάει τους μύες του προσώπου του παρά μονάχα τα μάτια και να μας δίνει την αίσθηση ότι είναι όντως ένα ρομπότ. Ένα ανθρωποειδές, όμως, που καταλαβαίνει ότι είναι ξεχωριστό από τα υπόλοιπα, θα ψαχτεί περαιτέρω και θα φτάσει στο τελευταίο μέρος της ταινίας στα ίχνη του Ρικ Ντέκαρτ (πόσα χρόνια έχουμε να δούμε τέτοιο άψογο Χάρισον Φορντ;)- της πρώτης ταινίας- που έχει πλέον αποσυρθεί.
Ας μη γελιόμαστε, στην πραγματικότητα μέσα από αυτή την πλοκή, από αυτό το δυστοπικό παραμύθι, ο Ντενίς Βιλνέβ θέλει να μιλήσει για τις έννοιες της μνήμης και της ιστορικής συνέχειας και κατ’ επέκταση για το πώς συνδέονται μεταξύ τους. Γι΄ αυτό και μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι σε όλη τη διάρκεια του φιλμ θα βρούμε αναφορές από τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μέχρι το Νησί των Θησαυρών και από εκεί στον Έλβις Πρίσλεϊ, τα τζουκμποξ και το Φρανκ Σινάτρα.
Όπως και όλες οι προηγούμενες ταινίες του Βιλνέβ, έτσι και το Blade Runner 2049 έχει πολλά περισσότερα από ένα επίπεδο ανάγνωσης αλλά το πλέον σημαντικό είναι ότι πρόκειται για ένα σινεμά καθαρό. Η τέχνη της αφήγησης μέσω εικόνων στα καλύτερά της.