Η μητέρα! του Ντάρεν Αρονόφσκι είναι εδώ και διχάζει. Και θα μπορούσα με βεβαιότητα να πω ότι κυρίως απασχολεί τους ανθρώπους που ασχολούνται συστηματικά με την τέχνη του κινηματογράφου (και τη θεωρία της), μιας και τους περισσότερους από τους υπόλοιπους θεατές η ταινία αυτή φαίνεται να τους κλείνει ερμητικά έξω από το σύμπαν της.
Τους φρικάρει, τη βρίσκουν ακατανόητη, λοξή, ταινία του «κάθε τρελού που γυρίζει ό, τι ανωμαλία έχει στο κεφάλι του». Αν η πρόθεση, πάντως, κατά τη διάρκεια της συγγραφής του σεναρίου ήταν για τον Αρονόφσκι να προκαλέσει τους πάντες, τότε το πέτυχε. Και ίσως γι’ αυτό τον υποστήριξε πρόσφατα δημοσίως ο Μάρτιν Σκορσέζε, διότι πράγματι όλο και πιο σπάνια τα τελευταία χρόνια βλέπουμε ταινίες που ρισκάρουν, βιώνονται ως εμπειρία, μας κάνουν να τσακωνόμαστε με τους φίλους μας και να βγάζουμε ο καθένας από τη φαρέτρα του τα δικά του επιχειρήματα.
Στο επίκεντρο ένα ζευγάρι. Γυναίκα η Τζένιφερ Λόρενς, Χαβιέρ Μπαρδέμ το αρσενικό. Θα μπορούσε να είναι ο τέλειος γάμος, όμως από τα πρώτα κιόλας λεπτά πιάνουμε στον αέρα ότι παρά τη φαινομενική ηρεμία περνάνε κάποια κρίση- εκείνη μάλλον έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στα συζυγικά της καθήκοντα και το φτιάξιμο του καινούριου τους σπιτιού. Εκείνος είναι ποιητής, δημιουργός που φαίνεται ότι το μοναδικό πράγμα που τον ενδιαφέρει είναι το πώς θα τελειώσει κάποιο ποίημά του. Τη χρησιμοποιεί ως Μούσα του. Εν πάση περιπτώσει, κάποια στιγμή θα καταφτάσει ο Εντ Χάρις ως απρόσκλητος επισκέπτης τον οποίο τελικά το ζευγάρι θα δεχτεί να φιλοξενήσει δίχως βέβαια να ξέρει τι το περιμένει, ότι δηλαδή εκείνος είναι σε άθλια κατάσταση και πολύ σύντομα θα εισβάλει και η γυναίκα του (η κομψότατη Μισέλ Πφάιφερ που βγάζει στα μάτια της την υφέρπουσα κακία του ρόλου της- όχι τόσο εύστοχες οι συγκρίσεις αυτής της ερμηνείας με εκείνη της Ρουθ Γκόρντον στο Μωρό της Ρόζμαρι του Πολάνσκι. Διότι εκεί η Γκόρντον έβγαζε αλλιώς αυτό το διασαλευμένο του χαρακτήρα της, με τη φωνή και κυρίως με τις κινήσεις των χεριών στη σκηνή του πρώτου τραπεζώματος στους καινούριους γείτονες). Σαν καλή σύζυγος, η Τζένιφερ Λόρενς θα το καταπιεί, τα πράγματα όμως θα πάρουν άγρια τροπή όταν έρθουν και τα δυο παιδιά των φιλοξενουμένων- σχεδόν τους έχουν κατσικωθεί πλέον- και μάλιστα θα προκύψουν σκηνικά Κάιν και Άβελ.
Και πες, στο πρώτο μέρος της ταινίας μπορείς να παρακολουθήσεις τις υπόγειες συγκρούσεις ανάμεσα στο ίδιο το κεντρικό ζευγάρι κατ’ αρχάς (για το θέμα της απόκτησης παιδιού απ’ ό, τι ψυλλιαζόμαστε) και δευτερευόντως της μέλλουσας μητέρας με τους επισκέπτες. Μπορείς επίσης να βρεις το συμβολισμό με το διαμάντι και τη στάχτη ή να θαυμάσεις κάποιες σουρεαλιστικές πινελιές. Για όποιον, επίσης, το θέλει θα μπορέσει να ανοίξει τα βιβλία της φιλοσοφίας και να μας αραδιάσει για τις βιβλικές αναφορές, τα αρχέτυπα και ακόμη για τα δάνεια από το σινεμά του Λαρς Φον Τρίερ (δεν θα δηλώσω θαυμαστής του).
Στο δεύτερο μέρος, όμως, είναι που η κατάσταση ξεφεύγει τελείως πάνω στη φούρια του σκηνοθέτη να μιλήσει τάχα μου για την ανάγκη του όχλου να πιστέψει σε ένα είδωλο το οποίο κάποτε θα φτάσει να καπηλευτεί κιόλας. Σκηνές καταστροφής, βανδαλισμών, ακόμα και ανθρωποφαγίας, οδηγούν σε ένα πομπώδες φινάλε αφού προηγουμένως σου έχει μείνει το αυτονόητο: το τι δυνάμεις απελευθερώνονται όταν κάποιος πειράξει το παιδί μιας Μητέρας. Κι εκεί μπαίνουν και τα περί φύσης και άλλα πολλά που λένε για τη μητέρα! (τα βιβλία φιλοσοφίας που λέγαμε) και είναι βεβαίως πράγματα γύρω από την τέχνη του σινεμά και όχι για το ίδιο το σινεμά.
Μπορεί ο Χαβιέρ Μπαρδέμ να φαίνεται τελείως αποπροσανατολισμένος σε αυτά τα δύο άνισα μέρη της ταινίας, αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι η Τζένιφερ Λόρενς παραδίδεται ολοκληρωτικά στο ρόλο. Και κατά τη διάρκεια της ταινίας βγάζει από την αφοσίωση μέχρι τη σεξουαλικότητα (βοηθάει πολύ κι αυτό που της φοράνε στο πρώτο μέρος της ταινίας, τονίζει και πολύ κολακεύει το στήθος και τα οπίσθιά της- φωνάζει ότι έχει χτυπήσει το βιολογικό ρολόι της ηρωίδας για να γίνει μάνα) και από το μητρικό ένστικτο και τις υπαρξιακές αγωνίες μέχρι την εκδικητική μανία. Με διαφορά η ερμηνεία της ταινίας, που ούτως ή άλλως και μόνο τον τίτλο της να κοιτάξεις είναι όλη επάνω της.
Τελικά τι είναι αυτή η ταινία; Μήπως παραβολή; Πολλά θα γραφτούν γύρω από αυτή, περί των εννοιών του Δημιουργού, των βιβλικών της αναφορών και λοιπών και λοιπών, όμως αποδεικνύεται ότι όλα αυτά τελικά δίνονται στο θεατή με ένα άτσαλο σεναριακά τρόπο (λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν- αχ τι θα τράβηξε στο μοντάζ ο Βάισμπλουμ!) που δεν πατά γερά σε κάποιο συγκεκριμένο φιλμικό είδος- ιδιαιτέρως στο τελευταίο μέρος- ώστε το μόνο που του μένει να θυμάται είναι ότι ο Αρονόφσκι κάνει ένα σινεμά πρόκλησης για την πρόκληση. Αν μη τι άλλο, υπάρχουν εμπνευσμένες εικόνες και έξυπνα παιχνίδια με τον ήχο.