Μια ξαφνική διακοπή ρεύματος… Ένα απρόσμενο δώρο της ΔΕΗ… κατάδυση σε μέρες και νύχτες από ένα παρελθόν που ποτέ δεν ξεπέρασα και ποτέ δεν με ξεπέρασε… Απόγευμα προς βράδυ και ήρθε το black out να φέρει τη φασαρία μιας σιωπής και να σβήσει την σιωπή μιας φασαρίας… Ξαφνικά… χωρίς ηλεκτρική σκούπα, τηλεόραση, tablet, laptop… γυρίσαμε τριάντα χρόνια πίσω… συνωμοτικά και παιχνιδιάρικα… τότε που η τηλεόραση είχε ξύλινη κορνίζα και έπαιζε μαυρόασπρους… έρωτες… στολισμένους με λευκό σεμέν… τότε που η μάνα έκανε τον καφέ του αποσπερού στο γκάζι και του λέγε λόγια γλυκά… όσο τον ανακάτευε με αγάπη για τον πατέρα… τον πατέρα που γυρνούσε κουρασμένος μα σίγουρος πως ο μισθός θα γέμιζε το σπίτι με τα απαραίτητα και θα έφτανε και για μια ρετσίνα στο ταβερνάκι… Διακοπή ρεύματος… και αφήσαμε την μυρωδιά της γαρδένιας να μας πολιορκήσει, να μας θυμίσει αυλές με λεμονιές και κίτρα, γαρύφαλλα και βασιλικά… Φώτα σβηστά και καρδιές ανοιχτές και εγώ βρήκα το πόμολο να το γυρίσω και να βγω έξω σε μια γειτονιά που οι μανάδες δεν τα λέγανε μέσω facebook μα εκεί στα σκαλάκια τα ασβεστωμένα καθώς μαντάρανε κάλτσες και παντελόνια του… καυγά!
-Γιώργο μην τρέχεις θα χτυπήσεις…
-Μισό κιλό ζάχαρη να δέσει σιγά σιγά για το σιρόπι…
-Μαμααα έπεσα…
-Τα μαθες ο Φώτης τα χει λέει με άλλην!
Μέρες παρελθούσες, όμορφες… με ξανθιά Αλίκη και μελαχρινή Τζένη… με κεράκια να ανάβουν δειλά δειλά και έρωτες να φουντώνουν… με ένα τραπέζι φτωχικό μα πλούσιο σε γέλια και κουβέντες… και στεφάνια που θα καιγες στην Δραπετσώνα… Στρώσε το στρώμα σου για δυο… και μετά έλα να πάμε να σε κεράσω υποβρύχιο και να σου αγοράσω ένα γιασεμί… Διακοπή ρεύματος… και κοιταχτήκαμε στο σκοτάδι… και ήταν τόσο απλό να δείξουμε στα παιδιά μας ποιοι ήμασταν… τι ήμασταν εμείς οι Έλληνες λίγα χρόνια πριν ένα άλλο πηχτό σκοτάδι καλύψει την τρέλα και την λεβεντιά μας… Γέμισε η καρδιά μου με γλύκα, με κάτι ζεστό και απαλό και χνουδωτό κάτι σαν ξεχασμένο τραγουδάκι από λατέρνα… ΔΕΗ μου… σε ευχαριστώ… που χαράτσι δεν έβαλες στην σκέψη μου…που ακόμη σε μια γενική διακοπή σου, βρίσκει τον τρόπο να δραπετεύσει… που ταξιδεύει πίσω σε όσα αθόρυβα αφήσαμε να μας πάρουν… Βραδάκι χωρίς φώτα με διακόπτες κατεβασμένους και εγώ θέλω να χτυπήσω την πόρτα της γειτόνισσας να μάθω πως την λένε… να μάθω πως με λένε… τώρα πια στο σκοτάδι… πριν με ξαναβρεί το φως και με χάσω!