‘’O χορός της πραγματικότητας’’, του Αλέχαντρο Γιοντορόφσκι
Από τις πλέον αναμενόμενες ταινίες για τους σινεφίλ και λάτρεις του φανταστικού, εφόσον ο σκηνοθέτης της έχει αφήσει το στίγμα του στο σινεμά του είδους με φιλμ όπως το ‘’El Topo’’ , το ‘’The holy mountain’’ και φυσικά το ‘’Santa Sangre’’. Ήδη από την πρώτη του ταινία, το ‘’Fando y Lis’’ είχε γίνει κατανοητό ότι το σουρεαλιστικό του σύμπαν είναι αναρχικό και ενοχλεί εκείνους που θέλουν να δείχνουν καθωσπρέπει. Εκείνη η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Ακαπούλκο το 1968 με τον Γιοντορόφσκι (Χιοδορόφσκι βέβαια προφέρεται το όνομα στα ισπανικά) να προσπαθεί να ξεφύγει από το πλήθος των εξαγριωμένων θεατών. Ο Ρομάν Πολάνσκι που βρίσκεται εκείνη την περίοδο εκεί για να προωθήσει το θρυλικό ‘’Μωρό της Ρόζμαρι’’ θα τον υπερασπιστεί δηλώνοντας ότι είναι δικαίωμα του κάθε καλλιτέχνη να εκφράζεται με πλήρη ελευθερία.
Ο Χιλιανός δημιουργός αποτελεί μια πολύπλευρη προσωπικότητα αφού ασχολήθηκε πέρα από τον κινηματογράφο και με την ποίηση, το θέατρο, την ψυχοθεραπεία αλλά και τα ταρώ. Συνεπώς, βλέποντας την τελευταία του αυτοβιογραφική ταινία συνειδητοποιούμε ότι είναι κατασκεύασμα που ζυμώνονταν μέσα του εδώ και πολλά χρόνια. Μια πρώτη μορφή του έργου κυκλοφόρησε σε βιβλίο από το Γιοντορόφσκι ήδη το 2001.
Για να μπορέσει κανείς να παρακολουθήσει την ταινία πιο εύκολα, θα πρέπει να γίνει αναφορά στα παιδικά χρόνια που έζησε ο καλλιτέχνης στην Τοκοπίγια της Χιλής τη δεκαετία του 1930. Οι γονείς του ήταν Εβραίοι πρόσφυγες από την Ουκρανία και διατηρούσαν στην μικρή πόλη κατάστημα εσωρούχων. Ο Jaime ήταν συνήθως επιθετικός απέναντι στη Sara και έτσι εκείνη μίσησε τόσο τον άντρα της όσο και τα παιδιά της. Ο Αλεχάντρο είχε και μια μικρότερη αδερφή για την οποία όμως έχει δηλώσει ότι αντιπαθεί διότι συνεχώς προσπαθούσε να είναι εκείνη το κέντρο της προσοχής υποβιβάζοντας τον συνεσταλμένο έφηβο. Ίσως κι αυτός να είναι ο λόγος που δεν συναντάμε τον συγκεκριμένο χαρακτήρα στην ταινία των 130 λεπτά που μας παρέδωσε. Όσο κι αν αγάπησε τη Χιλή, ο Αλεχάντρο αντιπαθούσε κάποιους ανθρώπους που του συμπεριφέρονταν ρατσιστικά επειδή ήταν μετανάστης και κυρίως τότε ήταν που φώλιασε μέσα του η περιφρόνηση προς τον ιμπεριαλισμό των Αμερικάνων που εκμεταλλεύονταν τα εργατικά χέρια των Χιλιανών.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν την πραγματικότητα που έδωσε υλικό για τη δημιουργία αυτής της σουρεαλιστικής ταινίας. Πάνω απ’όλα είναι το απόσταγμα των όσων πρεσβεύει μέσα από την ενασχόλησή του με την ψυχοθεραπεία. Δηλαδή ότι η πραγματικότητα δεν είναι αντικειμενική αλλά ένας ‘’χορός’’ που δημιουργείται από την φαντασία μας. Όπως παραδέχεται και ο ίδιος στο βιβλίο του ‘’Η ιστορία της ζωής μου είναι μια συνεχής προσπάθεια να επεκτείνω τη φαντασία και τα όριά της , να συλλάβω το θεραπευτική και μεταμορφωτική δυναμική της’’.
Εφόσον λοιπόν ο ίδιος δεν έτυχε καλής μεταχείρισης από τους γονείς του, θα προσπαθήσει μέσα από αυτό το φιλμ να ψάξει περισσότερο μέσα σε αυτούς αλλά και τον ίδιο τον εαυτό του. Θα μας αιτιολογήσει το βίαιο χαρακτήρα του πατέρα του σαν απόρροια της προσκόλλησής του στο σταλινικό καθεστώς αρχικά και στη συνέχεια σε εκείνο του επίδοξου δικτάτορα Κάρλος Ιβάνεζ. Από την άλλη, το γεγονός ότι δεν αγαπήθηκε από τη μητέρα του τον έκανε προφανώς να δημιουργήσει για αυτή μέσα στη φαντασία του μια προστατευτική – γι’αυτό και βιολογικά πληθωρική- περσόνα, ελκυστική ερωτικά και ταυτόχρονα τρυφερή. Η μητέρα και η σύνδεσή της με την όποια ομοφυλοφιλία του αγοριού απασχόλησε τον καλλιτέχνη τόσο εδώ όσο και στο απόλυτο αριστούργημά του, ‘’Santa Sangre’’.
Το πού σταματάει η πραγματικότητα και πού αρχίζει η φαντασία είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς, αφού αυτά τα δύο μπλέκονται σαν ένας χορός που σε παρασέρνει στη μαγεία της ποιητικής αφήγησης που βρίθει συμβολισμών, λαϊκών μύθων και σου δίνει την αίσθηση ότι κινείται κάπου ανάμεσα στο σινεμά του Φελίνι (αυτό γίνεται ξεκάθαρο ακόμα και από κάποια ακούσματα του soundtrack που συγγενεύουν με αυτά του Νίνο Ρότα, μακροχρόνιου συνεργάτη του Ιταλού σκηνοθέτη) και τις πολιτικές προεκτάσεις ενός Μπουνιουέλ.
Ο Αλεχάντρο Γιοντορόφσκι προσπαθεί να απελευθερωθεί από τις δυσάρεστες αναμνήσεις του παρελθόντος αλλά και να αφουγκραστεί το θάνατο που όσο περνούν τα χρόνια τον πλησιάζει. Φαίνεται να έχει συμβιβαστεί με αυτό το αναπόφευκτο γεγονός , παρότι στην ταινία παρακολουθούμε την ενηλικίωσή του σαν μια επίπονη εξωτερικά όσο και εσωτερικά διαδικασία. Πέρα απ’το ότι ξορκίζει τους προσωπικούς του δαίμονες, δεν ξεχνά με έναν ξεχωριστό τρόπο να αποτίσει φόρο τιμής και στον καθημερινό άνθρωπο της πάλης τον οποίο τοποθετεί στο βάραθρο του ήρωα.
Το φιλμ αυτό είναι οικογενειακή υπόθεση εφόσον πέρα από τον ίδιο το σκηνοθέτη στην ταινία πρωταγωνιστούν ο γιος του Μπρόντις στο ρόλο του πατέρα του ενώ ο Άνταν Γιοντορόφσκι (γιος του κι αυτός) υπογράφει την κάτι παραπάνω από ενδιαφέρουσα μουσική επένδυση. Πολύ καλά δασκαλεμένη στον οπερατικό ρόλο που της ζητείται είναι η ηθοποιός Πάμελα Φλόρες. Μην παραλείψετε να θαυμάσετε την αγάπη του σκηνοθέτη για τον κόσμο του τσίρκου καθώς και τα παιχνίδια του με τα χρώματα και ιδιαιτέρως το κόκκινο και το μπλε!
Στο φινάλε της ταινίας θα αισθανθείτε και εσείς σχεδόν λυτρωμένοι και πεπεισμένοι ότι η ψυχοθεραπευτική οδός που ακολουθεί ο δημιουργός ενδείκνυται για την επούλωση των παρελθόντων πληγών. Βέβαια, για μια πιο ολοκληρωμένη άποψη σχετικά με τη φιλοσοφία του δεν έχουμε παρά να ανατρέξουμε στο συγγραφικό του έργο.
‘’Αδέσποτα σκυλιά’’. (Η ταινία θα προβάλλεται στον κινηματογράφο Άστυ των αδερφών Στεργιάκη)
Η ταινία του Τσαϊ Μινγκ-Λιάνγκ έφυγε από το φεστιβάλ Βενετίας το 2013 με το μεγάλο βραβείο της επιτροπής. Σαν σκηνοθέτης θεωρείται από τους πλέον δημοφιλείς μιας νέας γενιάς που εμφανίστηκε στην Ταϊβάν. Πρόκειται για ένα σινεμά δύσκολο που απαιτεί συγκέντρωση και ακόμη περισσότερο υπομονή από το θεατή. Ο ίδιος έχει χαρακτηριστικά δηλώσει : ‘’ Όταν προβλήθηκε στην Σιγκαπούρη η ταινία μου ‘’Να ζήσει ο έρωτας’’ σηκώθηκαν κι έφυγαν από μια γεμάτη αίθουσα 1500 θέσεων, οι 500 θεατές! Δεν άντεχαν τα μεγάλης διάρκειας πλάνα μου’’.
Χωρίς να έχω δει καμία από τις προηγούμενες ταινίες του (στις οποίες μου λένε μεγαλύτερης ηλικίας συνάδελφοι ότι περιλαμβάνεται και μία όπου υπάρχει ένα μακράς διάρκειας πλάνο ενός ανθρώπου που συνευρίσκεται ερωτικά με ένα … καρπούζι!), μπορώ να πω ότι όντως πρόκειται για ένα απρόσιτο κινηματογραφικό σύμπαν που δύσκολα καταφέρνει να αφομοιώσει ακόμα και ο πλέον εκπαιδευμένος θεατής.
Ο Ασιάτης δημιουργός σίγουρα ενδιαφέρεται για τη ρεαλιστική αποτύπωση της πραγματικότητας αλλά καταντάει να φτάνει το ρεαλισμό στα άκρα με τις μεγάλες σιωπές του. Έτσι, το σύμπαν του εξισώνεται με αυτό μιας διδακτικής αμερικάνικης ταινίας εφόσον και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με την επιδειξιμανία των σκηνοθετών που σε κάνουν να θέλεις να παρωδήσεις το έργο τους αντί να το κοινωνήσεις.
Μιλάμε για ένα φιλμ με τόσο διαφορετικό ρυθμό που δεν είναι εύκολο κανείς να καταλάβει αμέσως την υπόθεσή του. Η σύνοψη από το δελτίο τύπου λέει τα εξής : ‘’Ένας αλκοολικός άνδρας, που εργάζεται ως άνθρωπος-πινακίδα, και τα δυο του μικρά παιδιά, μόλις και μετά βίας επιβιώνουν στην Ταϊπέι. Διανύοντας αυτήν την διαδρομή, θα συναντήσουν μια μοναχική υπάλληλο παντοπωλείου η οποία θα τους βοηθήσει να φτιάξουν μια καλύτερη ζωή.’’ Λίγες είναι οι σκηνές που μαγνητίζουν, όπως το μεγάλης διάρκειας γκρο πλάνο στο πρόσωπο του δακρυσμένου ήρωα όπου τραγουδά ένα πατριωτικό ποίημα του Γιούε Φέι που γράφτηκε την περίοδο που η πατρίδα του αμυνόταν την επίθεση της φυλής Jin. Πρόκειται για ένα ποίημα που συνδυάζει την πίστη με την απογοήτευση.
Παρόλα αυτά, ο σκηνοθέτης δίνει την αίσθηση πως δεν μπορεί να αναπτύξει λόγο πάνω στην κοινωνική του παρατήρηση κι έτσι καταφεύγει στα ατέλειωτα μονοπλάνα-κάποια από αυτά ομολογουμένως πολύ όμορφα- απλώς και μόνο για να δικαιολογήσει το χρόνο μιας κινηματογραφικής αφήγησης που ξεπερνά τις δύο ώρες.
Από την άλλη, ίσως να είμαστε λίγοι μπροστά στο έργο ενός δημιουργού στο οποίο υποκλίνονται πολλοί σημαντικοί άνθρωποι του κινηματογράφου και διακρίνουν επιρροές από τον Ντε Κίρικο αλλά και το φιλόσοφο Λάο Τσε . Οπότε στο μέλλον πρέπει να δούμε ξανά την ταινία και ίσως να αναθεωρήσουμε την τωρινή μας άποψη. Αυτή, ούτως ή άλλως, είναι και η μαγεία του κινηματογράφου.