Κάπως περίεργα ξεκίνησε το ταξίδι για τον υπογράφοντα του κάτωθι κειμένου. Κι αυτό γιατί μόλις την προηγούμενη της αναχώρησης μέρα, είχε την ιδέα να απαντήσει θετικά σε πρόσκληση για μπασκετάκι (μετά από καιρό) με φίλους από τη γειτονιά. Τι το ήθελε; Τον έπιασε ένας νευρόπονος, ένας σφάχτης που τον ακολούθησε και τις πρώτες δυο μέρες στην Ισπανία. Παρόλα αυτά το ηθικό παρέμεινε ακμαίο, να’ ναι καλά τα έμπλαστρα και κυρίως η περιέργεια για την ανακάλυψη του καινούριου που θα αντίκριζε. Ισπανία λοιπόν. Και πιο συγκεκριμένα Ταρραγόνα, Σαλού, Βαρκελώνη και Βαλένθια. Ένα άρωμα. Πόσα να προλάβεις να κάνεις και να δεις μέσα σε ένα τετραήμερο με κλίμα εκδρομής φοιτητών;
Καλή διάθεση που λέτε, είχαμε από την αρχή κιόλας, όπου με τη δική μας πτήση τσάρτερ ταξίδευαν και δυο σχολεία που είχαν οργανώσει κι αυτά ολιγοήμερη εκδρομή στη Βαρκελώνη και μάλιστα τύχαινε να μένουν στο ίδιο ξενοδοχείο με εμάς, στο τουριστικό θέρετρο Σαλού. Φαντάζεστε το τι επικρατούσε κατά τη διάρκεια της πτήσης στο αεροπλάνο… Το σκηνικό θύμιζε τις εποχές-όχι πολύ παλιά- που σαν Αρσακειάδες, κι εμείς, αναστατώναμε ολόκληρα πλοία, τρένα, αεροπλάνα και ξενοδοχεία με τις φωνές μας. Οι θέσεις στο αεροπλάνο ανακατεμένες. Καθίσαμε με κάποια κορίτσια του λυκείου. Ευκαιρία για σακάδες. Άρχισαν οι ερωτήσεις των μικρών κυρίων. Ναι, της φοιτητικής εκδρομής εμείς. Φιλόλογοι. Σινεμά. Πληθυντικός ευγενείας. Λες να προσπαθούν οι μικρές να μας ιντριγκάρουν;
Προσγείωση επιτυχής στο αεροδρόμιο του Reus. Από εκεί όπως είμαστε με φορτωμένες τις βαλίτσες στα λεωφορεία ξεκινάμε την περιήγησή μας από την Ταρραγόνα. Είναι Κυριακή μεσημέρι, σχεδόν τίποτα δεν κυκλοφορεί στους δρόμους. Αρχίζει το έργο της φωτογραφίας. Τι μας αρέσει να αιχμαλωτίζουμε; Μα όχι τόσο τα μνημεία και τους ναούς παρά την καθημερινότητα. Έναν κύριο που μιλάει στο τηλέφωνο έξω από κάποιο μανάβικο. Ένα ζευγάρι που απολαμβάνει το φιλί του. Μια γριά που φροντίζει το χέρι μιας φίλης της σε ένα παγκάκι. Το ρωμαϊκό θέατρο, χτισμένο στα τέλη του 1ου π. Χ. αιώνα, με θέα Μεσόγειο. Λέμε ‘’θέατρο’’ κι όμως δεν χρησιμοποιούνταν ως τέτοιο αλλά για θεάματα με μονομάχους και θηρία. Το μάτι αρχίζει να ανοίγει. Βλέπεις το επίπεδο ζωής (υψηλότερο από το δικό μας), τους πεντακάθαρους δρόμους και τα μεγάλα πεζοδρόμια, το σεβασμό στη φωτεινή σηματοδότηση και τους πεζούς.
Αχ, μια ελαφρά κούραση την αισθανόμαστε τώρα. Να καθίσουμε για κανένα καφεδάκι; Περνάμε μέσα από την παλιά πόλη, το Ναό της Αγίας Μαρίας και καταλήγουμε στην πλατεία όπου πλήθος από καφετέριες και τρατορίες. Προσπαθούμε να συνεννοηθούμε με έναν εύσωμο καταστηματάρχη που φοράει μια μαύρη μπλούζα και θυμίζει Ντάνι Ντε Βίτο. Σημειωτέον ότι κανείς δεν μιλάει την αγγλική, απόλυτη προσήλωση στην ισπανική. Άσε δεν οι Καταλανοί το πόσο περήφανοι είναι. Σημαίες στα μπαλκόνια είδαμε τόσο στην Ταρραγόνα όσο και πιο μετά στη Βαρκελώνη και φυσικά πιστεύουν στην απόσχιση από την Ισπανία. Ας επανέλθουμε όμως στη συνεννόηση με το Ντε Βίτο. Κάτι μισά ιταλο-ισπανικά εμείς (μετά από αποτυχημένη απόπειρα συνεννόησης στην αγγλική) και έπειτα σε περιπαικτικά ελληνικά ‘’ρε, άντε φέρε μας δυο καφέδες να στανιάρουμε, να μας δει ο Θεός τους ταξιδιώτες’’. Εσπρεσσάκια και δυο κρουασάν που διαλέξαμε δείχνοντας με το δάχτυλο στη βιτρίνα.
Απογευματάκι πια φτάνουμε στο Σαλού. Τέλη Μαρτίου και τα μεγάλα συγκροτήματα μόλις που έχουν αρχίσει να λειτουργούν, ξενοδοχεία-μεγαθήρια και beach-bars ετοιμάζονται για το χαμό που θα επικρατήσει το καλοκαίρι-όπως λένε ντόπιοι αλλά και οι Έλληνες συνοδοί μας. Εκείνων που η τσέπη τους δεν μπορεί να βαστάξει τις Κανάριες Νήσους αλλά που θέλουν να γευτούν ξέφρενο καλοκαιρινό ρυθμό σε κάπως πιο προσιτές τιμές, εδώ καταφεύγουν. Βέβαια, όποιος δεν αρέσκεται στα μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα και το μαζικό τουρισμό, δύσκολα θα ενθουσιαστεί από τη συγκεκριμένη περιοχή. Προς το παρόν όμως είναι τέλη Μαρτίου οπότε… ήσυχες βόλτες το βράδυ, σαλάμι και μπαγκέτα από το πλησιέστερο σούπερ μάρκετ (διαφορετικά μας πρόφερε το γκράθιας αυτός ο Ισπανός σουπερμαρκετάς-κάπως σαν γκράδιαθς… οι διάλεκτοι, βλέπεις) και η νύχτα προχωρά. Έρημοι δρόμοι-πού πήγαν όλοι;-μονάχα μερικές παρέες μαύρων σκόρπιες στις πλατείες. Πολλοί μαύροι δουλεύουν και στο ξενοδοχείο μας είτε στη ρεσεψιόν είτε στην κουζίνα. Όχι μόνο αυτούς αλλά και άλλους ξένους τους εμπιστεύονται πλήρως στα πόστα του τουρισμού, των μπαρ, της εστίασης. Σε κάποια στροφή, λουκέτα της αγάπης. Ζευγαράκια έχουν γράψει τα ονόματά τους σε λουκέτα και τα έχουν κλειδώσει πάνω σε χοντρές αλυσίδες-έτσι, λένε, η αγάπη θα κρατήσει για πάντα. Ο Πέδρο άραγε να κρατάει ακόμη το χέρι της Μαρίας-Ελένας ή το λουκέτο ήταν παροξυσμός έρωτα καλοκαιρινού; Ζεστό μπάνιο, αλλαγή έμπλαστρου και στρώσιμο μπροστά από την τηλεόραση. Να δούμε τι βλέπουν οι Ισπανοί φίλοι μας. Κανάλι της Μπαρτσελόνα, κάποιο ισπανικό μελόδραμα (συγκεκριμένα το ‘’Los Buenos Dias perdidos’’ ενώ τις επόμενες μέρες πετύχαμε και το μουσικό ‘’La mora reina’’ και τη ‘’Madrugada’’), σεξοκωμωδίες, ένας ‘’Λαζόπουλος’’ με τη ‘’Ρώπα’’ του, χαρτορίχτρα (που την επόμενη μέρα έγινε… χαρτορίχτρος), Top Chef και φυσικά ξένες ταινίες που τις μεταγλωττίζουν στα ισπανικά (είδαμε μια δόση από ‘’Top Gun’’ ενώ την επόμενη μέρα θα είχε…’’Τιτανικό’’).
Με την αυγή, ανοίγουμε παράθυρο και η… βρόχα έπεφτε ράι θρου. Να’ καναμε ένα τσιγαράκι πριν φύγουμε για Βαρκελώνη (το Σαλού σημειωτέον είναι πιο νότια) και τι στον κόσμο! Δεν πειράζει, με τον μεσημεριανό καφέ. Δεξιά και αριστερά από τον αυτοκινητόδρομο καθώς πηγαίνουμε προς Βαρκελώνη το τοπίο δεν είναι και εντελώς διαφορετικό από το ελληνικό. Κάπου αισθάνεσαι ότι τα έχεις ξαναδεί όλα αυτά. Πολλές εκτάσεις με αμπέλια και ανάμεσα σε αυτά να ξεφυτρώνουν και εργοστάσια εταιρειών, βλέπε Μπος. Πρώτη στάση στο Ολυμπιακό εκείνο στάδιο όπου η Πατουλίδου το 1992 ανέκραξε ‘’Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο!’’, συνέχεια στο Ισπανικό χωριό στο λόφο Μονζούικ. Όπου έξυπνοι οι Ισπανοί το διαμόρφωσαν έτσι ώστε κάθε γωνιά του να είναι αφιερωμένη και σε ένα είδος ισπανικού χωριού (Ανδαλουσία, Καταλονία, Γαλικία) και τσιμπάνε και δέκα ευρώ την είσοδο. Περνάς όμως πολύ όμορφα εκεί μέσα, ταξιδεύοντας από το ένα χωριό στο άλλο και παίρνοντας πολλές διαφορετικές μυρωδιές προϊόντων. Ακόμα και με το ψιλοβρόχι που μας έπιασε, χαρήκαμε βόλτα. Συν τοις άλλοις, είδαμε και τη διαδικασία παρασκευής φυσητού γυαλιού.
Μια ώρα αργότερα είμαστε έξω από την Αγία Οικογένεια. Ναι, τη La sagrada Familia. Όπου-αυτό το γνωρίζατε;-ακόμη βρίσκεται στο χτίσιμό της. Πρώτος αρχιτέκτονας που ανέλαβε ήταν ο σπουδαίος Αντόνι Γκαουντί που πέθανε αφιερωμένος σε αυτό το έργο και έκτοτε έχουν περάσει άλλοι εφτά αρχιτέκτονες. Με προοπτική το έργο να ολοκληρωθεί το 2040. Διόλου δύσκολη η χρηματοδότηση με τόσους τουρίστες και πιστούς που συρρέουν κάθε χρόνο στη Βαρκελώνη. Κάποιος μας είπε ότι αυτή η πόλη υποδέχεται μόνη της συνολικά όσους τουρίστες υποδέχεται η Ελλάδα σε ένα χρόνο. Κι άλλα κτίρια του Γκαουντί βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη τη Βαρκελώνη αλλά τσουχτερές οι είσοδοι ακόμη και για τους φοιτητές. Αυτό το παρατηρήσαμε γενικά με τα μουσεία στην πόλη. Μέχρι και μουσείο Ερωτικής Ιστορίας (άκουσον, άκουσον) έχουν σκαρφιστεί επί της La Rambla. Σου λέει, όλο και κάποιος τουρίστας θα παρασυρθεί από τη ρεκλάμα, ένα κορίτσι αλλά Μέριλιν Μονρό που βγαίνει στο μπαλκόνι προσκαλώντας μας να περάσουμε στα… ενδότερα. Πού να καθίσουμε για καφεδάκι; Κάπου πάνω στη La Rambla (προσοχή στους πορτοφολάδες) ή στη γοτθική συνοικία. Οι Ισπανοί το έχουν συνήθειο, για να δείξουν την προτίμησή τους σε κάποιο καφέ να αφήνουν κάτω τα σκουπιδάκια από τη ζάχαρη ή καμιά χαρτοπετσέτα έτσι ώστε να φαίνεται ότι το μαγαζί έχει κίνηση. Σε ένα τέτοιο καθίσαμε κι εμείς, έχοντας μόλις πριν λίγο βρει και ένα μαγαζί με είδη καπνού και αγοράζοντας Ισπανικά τσιγάρα, τα Fortuna τα κόκκινα. Βέβαια το τσιγαράκι το απολαύσαμε μετά τον καφέ, μιας και το κάπνισμα απαγορεύεται δια ροπάλου μέσα στα μαγαζιά και τόσο οι καταστηματάρχες όσο και οι θαμώνες φαίνεται να ακολουθούν το νόμο. Το κάναμε έξω το τσιγαράκι, λοιπόν. Το μάτι πέφτει σε μια αφίσα. Ο Σερζί Λοπεζ (σ.σ ο πρωταγωνιστής της ταινίας ‘’Ο Λαβύρινθος του Πάνα’’ που μας καθόρισε) παίζει αυτή την περίοδο σε θέατρο. Τι κρίμα να μην έχουμε ένα βράδυ ολόκληρο να πάμε στην παράσταση. Κι ας μην καταλάβουμε γρι.
Σας κούρασαν τα πήγαινε-έλα και η καταιγιστική περιγραφή; Τα έχουν αυτά οι ολιγοήμερες εκδρομές. Να βάλουμε για λίγο στην άκρη τα της Βαρκελώνης για να πούμε και κάτι για τη Βαλένθια που επισκεφτήκαμε κατά την τρίτη μέρα του ταξιδιού στην Ισπανία-είχε πάψει πια και αυτός ο εκνευριστικός νευρόπονος. Η Βαλένθια ακόμα πιο νότια από το Σαλού. Ναι, πολλοί οι πορτοκαλεώνες και οι παλιές αγροικίες που βλέπουμε κατά τη διαδρομή προς την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ισπανίας. Στην αρχή σχετικά της πόλης είναι και το στάδιο Μεστάγια (επισκέψιμο επί πληρωμή), της ποδοσφαιρικής ομάδας της Βαλένθια. Βλέπετε οι νεώτεροι Ισπανοί απολαμβάνουν περισσότερο το ποδόσφαιρο από τις παραδοσιακές και πιο αιματηρές ταυρομαχίες που πλέον δεν μπορείς να τις παρακολουθήσεις παρά μόνο σε κάποιες γιορτές κι εκεί πάλι συμμετέχουν κυρίως οι γηραιότεροι. Το λεωφορείο μας αφήνει έξω από το Ωκεανογραφικό Μουσείο που στεγάζεται στα κτίρια που αποτελούν δημιουργίες του Καλατράβα. Αν δεν είστε αρχιτέκτονας (κι εμείς οπωσδήποτε δεν είμαστε τέτοιοι), δύσκολα θα έχουν κάτι να σας εμπνεύσουν αυτά τα μεταλλικά κατασκευάσματα που φιλοξενούν θεάματα για να παρακολουθούν οι τουρίστες-με το αζημίωτο, φυσικά. Μάλιστα η Βαλένθια μπήκε ‘’μέσα’’ οικονομικά από αυτά τα έργα τόσο ώστε να έχει πλέον ανοίξει δικαστική διαμάχη με τον Καλατράβα.
Οπότε το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε ήταν να γυρίσουμε όσο μπορούμε με τα πόδια την πόλη και το ιστορικό κέντρο της Βαλένθια. Που σημαίνει ότι είδαμε πρόσωπα, ήρθαμε σε επαφή με τους ντόπιους, αναπνεύσαμε κι εμείς μαζί τους σε ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα της Ευρώπης που βρίσκεται εκεί. Φυσικά δεν παραλείψαμε να δοκιμάσουμε την τοπική παέγια (στο πιάτο συνδυάζονται το κρέας με το ψάρι και φυσικά ρύζι) συνοδευμένη από ένα ποτήρι κόκκινο κρασί (Tinto το λένε οι Ισπανοί). Στην αρχή η συνεννόηση με τον άνθρωπο που ήρθε να μας πάρει την παραγγελία ήταν τόσο δύσκολη που πιστέψαμε ότι με τόσα πιάτα που τελικά μας έφερε θα κάναμε λογαριασμό άνω των 50 ευρώ. Τελικά-κρατηθείτε- για 2 παέγιας, 2 πιάτα με καλαμάρι, 2 ποτήρια κρασί και 2 καφέδες (υποχρεωτικά σε ρωτάνε και για καφέ αμέσως μετά το φαγητό στην Ισπανία) μας ήρθε το σύνολο στα 24 ευρώ. Αυτά είναι τα καλά σε μια χώρα όπου ο Φ.Π.Α είναι στο 10% για τα μη βασικά τρόφιμα και το νερό ενώ για τα βασικά είναι υπερμειωμένος (4%). Οι συγκρίσεις με την ελληνική πραγματικότητα αναπόφευκτες. Το δάκρυ κορόμηλο. Η περιήγησή μας τελειώνει περνώντας από το ιστορικό κέντρο (τι εκκλησίες, γραφικά δρομάκια, πλατείες, δεν φαντάζεστε) όπου και κάναμε αγορές. Σταθήκαμε στο ‘’Nela’’ για βεντάλιες που είχαμε υποσχεθεί να φέρουμε με την επιστροφή μας σε γυναικεία μέλη των οικογενειών μας. Τιμές από 15-95 ευρώ. Και από τα λίγα μέρη όπου με την υπάλληλο συνεννοηθήκαμε στα αγγλικά.
Λίγη υπομονή ακόμα και έχουμε φτάσει στην τέταρτη και τελευταία μεγάλη μέρα μας όπου βολτάραμε στη Βαρκελώνη. Βεβαίως και ξεκινήσαμε από την επίσκεψη στο στάδιο της ομάδας της Μπαρτσελόνα, το Camp Νου που είναι και το μεγαλύτερο σε όλη την Ευρώπη. Κι όσο κι αν το γραφιά σας δεν θα το χαρακτήριζε ποτέ και κανείς ποδοσφαιρόφιλο, είναι όμως φίλος της κοινωνικής παρατήρησης. Και ήθελε να δει τις αντιδράσεις των ποδοσφαιρόφιλων που περίμεναν πώς και πώς να μπουν μέσα στο ναό τους. Άλλος άρχισε τα συνθήματα, άλλος τα προσκυνήματα, κάποιος είχε φέρει και τα κασκόλ του… Παναθηναϊκού να φωτογραφηθεί με αυτά εντός του γηπέδου. Με είσοδο; Θέλει και ρώτημα; 25 ευρώ η κανονική, 21 για τους φοιτητές. Περνάς αρχικά από το μουσείο της ομάδας (μας κίνησαν την περιέργεια φωτογραφίες με φιλάθλους από τη δεκαετία του ’30) και έπειτα περιηγείσαι στις κερκίδες, περνάς από την αίθουσα τύπου, τα αποδυτήρια και καταλήγεις προς τον αγωνιστικό χώρο, χωρίς όμως να μπορείς να μπεις μέσα σε αυτόν παρά έρχεσαι σε απόσταση αναπνοής. Ακολουθούν μπουτίκ με τα αυθεντικά κασκόλ/μπλούζες/προϊόντα της ομάδας και φυσικά καφετέριες. Σκέτη βιομηχανία.
Οι τελευταίες βόλτες και πάλι γύρω από τη La Rambla , την Πλάθα Καταλούνια, τη γοτθική συνοικία και έπειτα μέχρι το λιμάνι της Μπαρτσελονέτα. Παρατηρείς τους Ισπανούς και τις Ισπανίδες τουλάχιστον στις τουριστικές αυτές περιοχές και βλέπεις ότι διαφέρουν κατά πολύ από τους Έλληνες συμπολίτες μας. Πιο ήρεμοι, πιο χαμογελαστοί και με φιλική διάθεση-έτοιμοι να διαθέσουν και ένα λεπτό παραπάνω από το χρόνο τους για να δημιουργήσουν οικειότητα. Ακόμη στους δρόμους αυτούς δεν βλέπεις πολλούς επαίτες-ας ελπίσουμε ότι μεριμνούν για τους πιο δυστυχείς συνανθρώπους τους στεγάζοντάς τους σε δημόσια ή άλλα κτίρια. Ας σημειώσουμε επιπρόσθετα ότι γύρω από την Αγία Οικογένεια υπάρχουν και άνθρωποι της δημοτικής αστυνομίας που κατευθύνουν τα γκρουπ των τουριστών έτσι ώστε να μην πέφτουν αυτοί που κατεβαίνουν πάνω σε αυτούς που ανεβαίνουν και μάλιστα υποδεικνύουν εναλλακτικές διαδρομές.
Βρισκόμαστε τώρα μπροστά σε μια Gelateria-μετά από βόλτα στα ατμοσφαιρικά σοκάκια και μαγαζιά στη γοτθική συνοικία- που την έχει μια πανέμορφη Ισπανίδα με τον Ιταλό σύζυγό της. Ε ρε και τι έγινε όταν του είπαμε ότι είμαστε Έλληνες. Πήγαν τα ‘’Ούνα φάτσα, ούνα ράτσα’’ σύννεφο. Κι η γυναίκα του τόσο ήρεμη και παράλληλα ζεστή. ‘’Μια τέτοια θέλω να παντρευτώ-μπορώ;’’, σχολιάζει κάποιος από την παρέα. Πιο κάτω ένα ωραίο ξανθό κορίτσι διαφημίζει αρώματα. Περάσαμε μια, περάσαμε δύο από μπροστά της. Ώσπου την τρίτη κάποιος μεσιέ από την παρέα και πάλι γυρνάει, την κοιτάζει και λέει συνεσταλμένα (ή μήπως όχι και τόσο;) : ‘’Bella Ragazza’’ για να αποσπάσει ένα από τα πιο πλατιά χαμόγελα. Τώρα το γιατί χρησιμοποίησε την ιταλική και όχι κάποια ισπανική ή αγγλική έκφραση, δουλειά του δόκτορος Φρόιντ να αποφανθεί.
Φτάνοντας προς το τέλος αυτού του άρθρου δεν χρειάζεται να τονίσουμε-μιας και είναι ολοφάνερο- ότι δεν διεκδικεί δάφνες τουριστικού οδηγού παρά περισώζει στιγμές ολιγοήμερης εκδρομής που μάλιστα άφησε και κάποια ανοικτά μέτωπα (το τελευταίο απόγευμα η ουρά στο Μουσείο του Πικάσο ήταν τόσο μεγάλη που πήραμε τη δύσκολη απόφαση να περιηγηθούμε σε αυτό σε επόμενη επίσκεψη στην πόλη).
Επιστρέφουμε στην Αθήνα. Αμέσως να αρχίσουν οι συγκρίσεις ανάμεσα στις δύο χώρες του Νότου (‘’μα κι αυτοί είναι Νότος απλά εμείς είμαστε η ακραία έκφραση αυτών των νοοτροπιών’’, ακούγεται κάποιος κατεβαίνοντας από την πτήση). Στο μυαλό να γυρίζουν οι στίχοι από το τραγούδι του Κραουνάκη : ‘’Σύστημα/σύστημα/σε αυτό το παλιοσυστημα/η πρώτη σοκολάτα μας/τα πρώτα μας μεθύσια…’’.
Ας είμαστε καλά κι ας ‘’μετράμε και τα φράγκα μας’’-για να χρησιμοποιήσω έναν ακόμη κραουνακικό στίχο- μέχρι να αδράξουμε την επόμενη ευκαιρία για φυγή από το ελληνικό ‘’εδώ και τώρα’’.