1937. 1954. 1976. 2018. Οι χρονολογίες- σταθμοί για την ερωτική ιστορία που φαίνεται να περνάει από γενιά σε γενιά. Κι ακόμα κι αν δεν θα έδινε κανείς στην ταινία του Μπράντλεϊ Κούπερ το χαρακτηρισμό του αριστουργήματος, παρόλα αυτά δεν γίνεται να μην αναγνωρίσει ότι είναι τρυφερή, με γνώσεις πάνω στην προσέγγιση των αρχετύπων και φυσικά με τραγούδια (The Shallow- τραγούδι του ζευγαριού, I’ ll never love again) που έχουν κλείσει ήδη μια θέση στην οσκαρική πεντάδα.
Όπως μπορεί να αντιληφθεί κάποιος ήδη από την εισαγωγική σκηνή του έργου, η αισθητική του βρίσκεται πιο κοντά σε εκείνη του φιλμ με πρωταγωνιστές τους Κρις Κριστόφερσον και Μπάρμπρα Στρέιζαντ. Διατηρεί, δηλαδή, αυτό το πλαίσιο της ροκ- κάντρι μουσικής. Υπάρχει άραγε καλύτερο πεδίο από αυτό της μουσικής προκειμένου να αναπτυχθεί ένα ρομάντζο, να ανθίσει ένας έρωτας; Και εκεί γίνεται η συνάντηση. Ένας αλκοολικός σταρ της κάντρι μουσικής ανακαλύπτει κάποιο βράδυ σε ένα drag show μια ταλαντούχα νέα ερμηνεύτρια, την Άλλι την οποία και αναλαμβάνει να αναδείξει αρχικά μέσα από τα δικά του σόου. Και φυσικά ερωτεύονται. Αλλά όπως όλες οι ερωτικές ιστορίες που γράφουν μέσα μας, έτσι κι αυτή είναι μια καταραμένη ερωτική ιστορία, με την πτώση να είναι βεβαία. Εκείνος, βλέπετε, είναι ένα αστέρι που μεθυσμένο πέφτει, πέφτει κι εκείνη πάνω στα ντουζένια της.
Ο Μπράντλεϊ Κούπερ καταφέρνει πέρα για πέρα να μπει μέσα στο πετσί του αλκοολικού σταρ, περιφερόμενος από σκηνή σε σκηνή με βραχνιασμένη από τις καταχρήσεις φωνή, αξύριστος και οξύθυμος. Ωστόσο, ο Κούπερ καταφέρνει να μας εντυπωσιάσει περισσότερο για τις σκηνοθετικές του ικανότητες. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι η πρώτη του φορά όπου περνάει και πίσω από τις κάμερες. Κι όμως φαίνεται η τόση μελέτη του πάνω στην ταινία του 1976 και ιδίως ως προς τον τρόπο που κινεί την κάμερα στους συναυλιακούς χώρους ώστε να πετύχει να μας μεταφέρει ένα ρεαλιστικό κλίμα όπως επίσης και στα κοντινά. Έχει ευτυχήσει και ως προς τους συνεργάτες στους υπόλοιπους τομείς του φιλμ του, αρχής γενομένης από τη φωτογραφία του Μάθιου Λιμπατίκ και τον τρόπο που φωτίζει τα πρόσωπα αλλά και τη γενικότερη ατμόσφαιρα που φτιάχνει είτε στις συναυλίες είτε σε μαγαζιά όπως εκείνο όπου γνωρίζονται οι ήρωες στην αρχή της ταινίας με το κόκκινο να κυριαρχεί. Δεν είναι απίθανο για την ταινία να έχει οσκαρικές υποψηφιότητες- πέρα από τα τραγούδια- και στις κατηγορίες της φωτογραφίας και του ήχου.
Κι ερχόμαστε στην κυρία της ταινίας που δεν είναι άλλη από τη Λέιντι Γκάγκα. Κι ο προκατειλημμένος θεατής- όπως όσοι παρακολουθούν για πρώτη φορά ψυχαναλυτικές συνεδρίες- έχει αντιστάσεις και αργεί να της παραδοθεί γιατί μέχρι τώρα την είχε κάπως διαφορετικά στο μυαλό του. Εδώ κάνει μια εμφάνιση δίχως την περσόνα της, βάζει στην άκρη τη σταρ και την περφόρμανς της αποφασίζοντας να δουλέψει πλέον πάνω σε εκείνο που λέμε υποκριτική. Το αποτέλεσμα είναι μια συμπαθής ερμηνεία στα πλαίσια αισθηματικού δράματος του οποίου η κορύφωση γίνεται πάνω στο ρόλο της. Με τραγούδι, παρακαλώ (να ξαναπούμε για τη φωνάρα της Λαίδης;). Όπου εκεί η ίδια η ιστορία έχει να μας πει για τη εκτόνωση μέσω του τραγουδιού (τραγουδάει κανείς καλύτερα όταν έχει βιώσει πόνο και έχει αυτό το ΑΧ! να βγάλει από μέσα του) και της επικοινωνίας αυτού.