Εκείνο που οφείλουμε να κάνουμε πρώτα απ’ όλα ώστε να είμαστε ξεκάθαροι απέναντι στους υποψήφιους θεατές, είναι να συστήσουμε την όποια ταινία με το σωστό τρόπο.
Διότι μπορεί κάποιος να ακούσει ότι το The house that Jack built αφορά στα έργα και τις ημέρες ενός σίριαλ κίλλερ και να φανταστεί ότι έχουμε να κάνουμε με μια παραδοσιακή ταινία του είδους. Όλα αυτά για όποιον δεν είναι υποψιασμένος- γι’ αυτόν και οι συστάσεις-, διότι ο υποψιασμένος και μόνο που θα δει στη σκηνοθεσία το όνομα του Λαρς φον Τρίερ θα καταλάβει ότι θα δει την ταινία ενός auteur, ενός δημιουργού όπου πρωτίστως ενδιαφέρεται να εκφράσει τον εσωτερικό του κόσμο (εξ’ άλλου και το Δόγμα ’95 απ’ όπου προέρχεται και του οποίου συνδημιουργός υπήρξε ο Τρίερ δεν δέχεται τις ταινίες είδους) και που εν προκειμένω σχετικά με την πορεία της ανθρωπότητας τα βλέπει όλα μαύρα και άραχλα.
Από εκεί και έπειτα προχωράμε στο ίδιο το έργο στο οποίο πρωταγωνιστεί ένας Ματ Ντίλον εντελώς τρομακτικός- στο ρόλο ενός αμερικανού κατά συρροή δολοφόνου που πάσχει από ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση και μεγαλομανία καθώς συστήνεται ως Κύριος Επιτήδευση και θεωρεί τους φόνους του ισάξιους με τα μεγάλα έργα τέχνης (θα παρελάσουν από τα μάτια μας- με τη φροντίδα του μοντάζ- από στιγμές της Αναγέννησης μέχρι τον Γκλεν Γκουλντ). Η ταινία ξεκινά με έναν διάλογο σε voice over όπου καταλαβαίνουμε ότι ο δολοφόνος μιλάει με πρόσωπο που αρχικά νομίζουμε ότι είναι κάποιος ανακριτής ή αστυνομικός. Μέχρι το φινάλε- και καθώς ο διάλογος- εξομολόγηση σε πέντε κεφάλαια θα συνεχίζονται- θα έχουμε πλέον καταλάβει ότι αυτός ο Verge δεν είναι άλλος από έναν μεγάλο ποιητή της ανθρωπότητας. Έναν ποιητή που αρθρώνει λόγο αντίθετο προς όλα εκείνα που λέει ή αισθάνεται ο πρωταγωνιστής, με διαφορετική ματιά πάνω στο Καλό και το Κακό. Βέβαια, μιας και βρισκόμαστε σε ταινία auteur, εκείνο που υπερισχύει εν τέλει είναι η φωνή του δημιουργού και η εσχατολογική του οπτική γωνία.
Μπορεί, λοιπόν, το έργο να μην είναι της κλασικής αφήγησης, να μη διαθέτει δευτεραγωνιστές ολοκληρωμένους που θα έκαναν πιο ενδιαφέρουσα την αφήγηση, αλλά δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι πράγματι σαν να μπαίνει κανείς στο μυαλό ενός παρανοϊκού παρακολουθώντας την. Εξάλλου ο Λαρς φον Τρίερ μελέτησε αρκετά για να φτιάξει αυτό το χαρακτήρα και μας τον παραδίδει μέσω μιας ψυχαναλυτικής αφήγησης που σε πολλά σημεία γίνεται αυστηρά προσωπική. Ας μη λησμονούμε το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης έχει χρειαστεί στο παρελθόν να νοσηλευτεί, πάσχει χρόνια από νευρώσεις και άρα σίγουρα έχει ακολουθήσει θεραπείες ψυχαναλυτικού τύπου- χώρια που και οι ίδιες οι ταινίες του αποτελούν μια μορφή εκτόνωσης για τον ίδιο.
Ναι, το λοιπόν, φαίνεται η μελέτη τέτοιων περιπτώσεων από την πλευρά του Τρίερ στο πώς μας παρουσιάζεται το κεντρικό πρόσωπο και ο Ματ Ντίλον- με τα κοντινά του οποίου λειτουργεί κυρίως η ταινία- βουτάει ολόκληρος μέσα σε αυτό το ταξίδι πότε βγάζοντας την ψυχραιμία ενός τέτοιου εγκεφάλου απέναντι στα εγκλήματά του και πότε τις εκρήξεις μικροβιοφοβίας του, ακόμα και το αργό και βασανιστικό «πλησίασμα» των θυμάτων του, σαν ένας βόας που μπορεί να περιμένει ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για να ξαφνιάσει το θύμα του και να το καταβροχθίσει.
Από τέτοια ξαφνιάσματα (και δη βίαια που θα δοκιμάσουν τα όρια των θεατών καθώς ο Τρίερ δεν λογαριάζει από αυτό που λέμε πολιτική ορθότητα) άλλο τίποτα αυτό το έργο που επιλέγει να μας παρουσιάσει ως πρώτο θύμα την Ούμα Θέρμαν ώστε να μας εξάψει την περιέργεια εξαρχής. Η εξυπνάδα, όμως, που επιδεικνύει ο Τρίερ δεν σταματά εδώ παρά συνεχίζει αν μελετήσει κανείς το σενάριο από γλωσσολογικής απόψεως και εστιάσει φερ’ ειπείν στο πρώτο όργανο που χρησιμοποιεί ο δολοφόνος για να σκοτώσει που είναι ένας γρύλος αυτοκινήτου και στα αγγλικά κάνει το λεκτικό παιχνίδι jack (γρύλλος)/ Jack (που είναι ο ήρωας) ή στα λογοπαίγνια με το όνομα Simple- το μαύρο χιούμορ δεν του λείπει του Τρίερ. Κι από εκεί και έπειτα έχουμε να επισημάνουμε σκηνές όπως εκείνες από την παιδική ηλικία του ήρωα- ποιητικής συλλήψεως- που συμπληρώνουν κάποια στοιχεία του πορτρέτου του (συμπληρώνουν αλλά δεν το ολοκληρώνουν καθώς από τη μια υπάρχουν αναφορές σε συμπλέγματα και εμμονές του αλλά από την άλλη δεν απαντούν σε αυτό επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες- όπως θα ήταν πιο σωστό για την περίπτωση – σχετικά με το παρελθόν του κι αυτά ας λογιστούν για σεναριακές ελλείψεις ) καθώς και το φινάλε με άρωμα Dante όπου πλέον έχουμε για τα καλά βουλιάξει μέσα στο πεσιμιστικό σύμπαν του δημιουργού με το χρώμα της λάβας προοδευτικά να κυριαρχεί.