Βικτώρια και Αμπντούλ, του Πάνου Λιάκου

Δημοσιεύθηκε

Η θέαση της ταινίας άργησε από μέρους μου… μια βδομάδα. Είναι όμως καλύτερο κάποιες φορές να παρακολουθείς ταινίες όπως αυτή σε κανονικές προβολές, για να βλέπεις και τις αντιδράσεις του κοινού που αντιλαμβάνεται το σινεμά ως ψυχαγωγία και δεν είναι το κύριο αντικείμενο απασχόλησής του.

Βικτώρια και Αμπντούλ

 

Στην προκειμένη περίπτωση έχω να παρατηρήσω ότι η παρουσία της Τζούντι Ντεντς- μιας μεγάλης θεατρίνας με ένα τόσο ανεξάντλητο και φυσικό ταλέντο- που υποδύεται για δεύτερη φορά τη βασίλισσα Βικτώρια κρατά καθηλωμένο το κοινό τόσο στο πρώτο μέρος του φιλμ όπου ουσιαστικά ο τόνος είναι κωμικός όσο και στις δραματικές σκηνές του δεύτερου μέρους. Να πέφτεις χάμου από τα γέλια στην αρχή, να μην πέφτει ούτε καρφίτσα στην τελευταία συγκινητική σκηνή του απρόσμενου ζευγαριού.

Ποιο είναι, όμως, αυτό το ζευγάρι ακριβώς; Η εβδομηντάχρονη πλέον βασίλισσα Βικτώρια- χήρα για σχεδόν τριάντα χρόνια-που γνωρίζεται με τον Ινδό υποτελή της Αμπντούλ και πολύ γρήγορα αναπτύσσεται μια φιλία μεταξύ τους όπου όπως αφήνεται να εννοηθεί και στην ταινία ρέπει προς το φλερτ. Το δίχως άλλο αυτό το αντιλαμβανόμαστε και από τον τρόπο που είναι γραμμένος ο πρόλογος της ταινίας όπου πριν ακόμα μας εμφανίσει τον τίτλο της μας διηγείται το ταξίδι του Αμπντούλ και του φίλου του Μοχάμεντ προς την Αγγλία για να καταλήξει στην όλο νόημα συνάντηση των βλεμμάτων της Βικτώριας και του Αμπντούλ.

Έτσι όπως χτίζεται σεναριακά ο χαρακτήρας της βασίλισσας και βέβαια όπως τον ερμηνεύει η Ντεντς είμαστε σίγουροι ότι πριν τη γνωριμία της με τον Αμπντούλ, η ζωή της κυλούσε αδιάφορα ανάμεσα σε αυλοκόλακες και τυπικότητες με την ίδια να αισθάνεται σχεδόν φυλακισμένη (θα το δούμε πολλές φορές αυτό μέσα στο φιλμ), να έχει χάσει την όρεξή της για ζωή (διότι στο φαγητό του δίνει και καταλαβαίνει) και πολλούς φίλους της να έχουν φύγει πλέον από τη ζωή με αποτέλεσμα να νιώθει όλο και πιο κοντά της την παρουσία του θανάτου. Άμα τη εμφανίσει, όμως, του Αμπντούλ όλα αυτά θα αλλάξουν. Το κενό βλέμμα, το καμπούριασμα και το αγέλαστο ωσάν πέτρα πρόσωπο θα δώσουν τη θέση τους στη χαρά της ανακάλυψης ενός άλλου ανθρώπου, του γοητευτικού Ινδού που κουβαλά μαζί του όλη την εξωτική αύρα της καταγωγής του. Και όταν έρθει η στιγμή θα τον υπερασπιστεί με θάρρος και πυγμή, παρά το τι θα πουν πρωθυπουργοί, αυλικοί και υπηρετικό προσωπικό.

Από μια τέτοια ταινία, με αυτό τον τίτλο, δεν γίνεται να περιμένει κανείς να δει βαρύγδουπα σχόλια κατά της αγγλικής αποικιοκρατίας (ο φίλος του Αμπντούλ, ειρήσθω εν παρόδω,  Μοχάμεντ δεν καλοβλέπει τους αποικιοκράτες και δίνει μια μάλλον overacted τελική σκηνή) και άλλα παρεμφερή παρά μια δραματική κωμωδία που εστιάζει στην προσωπική σχέση δυο ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους και όμως καταφέρνουν να επικοινωνήσουν.

Και όχι μόνο επικοινωνούν αλλά ακόμη ανά στιγμές ψυχανεμιζόμαστε ότι ελκύουν ερωτικά ο ένας τον άλλο. Και δεν το συζητάμε ότι λόγω των κοινωνικών τους θέσεων και συνθηκών το να επιχειρήσουν κάτι περαιτέρω είναι ακατόρθωτο. Υπάρχει και μια εξαίσια σκηνή όπου τονίζεται με κομψότητα το αυτό- σκοπίμως φαντάζομαι εντάσσεται στο σενάριο. Κατά τη διάρκεια, τω λοιπόν, ταξιδιού της βασίλισσας στη Φλωρεντία ο συνθέτης Πουτσίνι εξηγεί στην καταγοητευμένη Βικτώρια την υπόθεση της όπεράς του, Μανόν Λεσκώ, που αφορά ακριβώς σε έναν έρωτα… σε φυγή λόγω ταξικών διαφορών.  

Όσο παρακολουθείς το Βικτώρια και Αμπντούλ του Στίβεν Φρίαρς μπορεί να μην αισθάνεσαι ότι βλέπεις ένα φιλμ μεγαλειώδες στο σύνολό του (γελάς πολύ, δεν το συζητώ, απολαμβάνεις διαλόγους ενώ συγκινείσαι οπωσδήποτε σε άλλα σημεία με την ανθρωπιά του) αλλά δεν μπορείς παρά να νιώσεις ευγνωμοσύνη που βλέπεις μια ερμηνεία όπως αυτή της Τζούντι Ντεντς. Θεέ μου, η εκφορά της (βλέπε πρόσωπο και άρθρωσή της στις σκηνές που προσπαθεί να μάθει την ινδική διάλεκτο Ούρντου), ο τρόπος που σκοτεινιάζει ανά στιγμές το πρόσωπό της, τα ματάκια της. Ένα μάθημα για όλους τους νέους- και όχι μόνο- ηθοποιούς. Μια μαγεία.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα
άρθρα