Φοβάμαι… Κοιτώ και «βλέπω» όταν εσύ κλείνεις τα μάτια! Ονειρεύομαι ακόμα έγχρωμα και όχι μαυρόασπρα. Περπατώ ακόμη στις γειτονιές και είναι ο φόβος που με πιάνει από το χέρι. Κάθε που αντικρίζω εκεί που ήταν η ΕΒΓΑ της γειτονιάς και τρέχαμε για παγωτό να παγώσει η γλύκα στα χείλη πιτσιρικάδες, να παγώνει η καρδιά σαν ανοίγει ένα ενεχυροδανειστήριο! Κάθε σοκάκι και ένα… Κάθε μικρή συνοικία και ένα… Κάθε δρόμος και ένα… Λευκά περιστέρια δεν πετούν πια. Μόνο κοράκια βλέπω.
Φοβάμαι. Διαβάζω σήμερα ότι, αν κάποτε αγοράζαμε τόνους τα χρυσαφικά για να χρυσώσουμε την «ώρα την καλή», τον λαιμό που φιλήσαμε και του κάναμε σημάδι, τα χέρια που λατρέψαμε σαν τάμα να τους φορέσουμε βραχιόλι και δαχτυλίδι δεσίματος με καρδιά και όνειρο… Τώρα πουλάμε, ξεπουλάμε, προδίδουμε το όνειρο αυτό. Το σκοτώνουμε κοψοχρονιά! Εμείς! Οι Έλληνες! Που Άγιο είχαμε τον σταυρό του μωρού μας. Φυλαχτό και προστασία του, κειμήλιο ιερό τα χρυσά της γιαγιάς της Σμυρνιάς, που μύριζαν πόλεμο και έρωτα! Ξεπουλάμε ζωές, αναμνήσεις, θύμησες, ελπίδες, λαχτάρες, στιγμές! Θεέ μου, φύλαγε τις στιγμές… Που πάμε; Τι κάνουμε; Τι μας κάνουν; Ζυγίζουν τον χρυσό μας και μας δίνουν ψίχουλα. Πόσο ζύγιζε η αγάπη σου, μάτια μου, σαν μου την πέρασες με χέρια που έτρεμαν πάνω μου, και έδεσες το μενταγιόν λέγοντας «σε αγαπώ».
Τα ψίχουλα είναι για να ταΐζεις περιστέρια στο Σύνταγμα που σύνταγμα δεν έχει. Όχι ψυχές αντισυγματικές και αντισυμβατικές! Φοβάμαι ψυχή μου. Μας παίρνουν τον χρυσό τα κοράκια και μας αφήνουν το «φο» μιας «φο μπιζού» εποχής! Πλαστικοποιημένα πολύχρωμα τσιγγάνικα βραχιόλια που δεν κάνουν ντρουγκου ντρουγκου. Γδέρνουν με τον ήχο τους την ψυχή, γρατζουνούν την καρδιά, ματώνει η καρδιά! Ενεχυροδανειστήρια. Κι άμα τελειώσει ο χρυσός; Κι όσοι δεν έχουν χρυσό; Όσοι επένδυσαν σε άνθρωπο και όχι σε καράτι; Τι θα πουλήσουμε μετά, γαμώτο… Πες μου! Τολμάς να μου πεις; Τι θα μας ζητήσουν ενέχυρο; Ό,τι αγαπήσαμε, ό,τι δοθήκαμε, ό,τι ποθήσαμε, ό,τι ερωτευτήκαμε, ό,τι κάναμε φίλο; Όχι, όχι… Εγώ κάλιο χρυσό να μην βάλω ποτέ, μα άνθρωπο που αγαπώ δεν βγάζω από πάνω μου, από μέσα μου.
Δεν δίνω εγώ, ψυχή μου, την ψυχή σου σε ένα σύστημα σάπιο. Είσαι το χρυσάφι μου και τα όνειρα που έφτιαξα μαζί σου είναι πλατίνα πολύτιμη. Δεν σε πουλώ. Δεν σε δανείζω. Δεν σε δίνω. Σε φορώ και είσαι πολύτιμη αίσθηση, ακριβή. Κι όλα γύρω λευκά περιστέρια που μάχονται τα κοράκια της κρίσης, που κρίση δεν αφήνουν στην σκέψη σου! Φοβάμαι. Πάρε με αγκαλιά στην παλιά μου γειτονιά.
Πάρε μου παγωτό. Βρες μου μια ΕΒΓΑ, κι όχι άλλο ένα ενεχυροδανειστήριο!