Σε «Χειμερία Νάρκη» από σήμερα οι κινηματογράφοι Αθήνας και Θεσσαλονίκης, του Πάνου Λιάκου

Δημοσιεύθηκε

Την παρακολούθησα στο 55ο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Τον προηγούμενο Μάϊο, όμως, βραβεύτηκε με το Χρυσό φοίνικα στο φεστιβάλ των Κανών. Aπό σήμερα θα παίζεται στους κινηματογράφους Άστυ και Πτι Παλαί στην Αθήνα και στο Ολύμπιον της Θεσσαλονίκης.

winter sleep

Αυτή, μια ταινία που παρά τα 196 της λεπτά καταφέρνει να καθηλώσει το θεατή μέσα από τις συγκρούσεις των χαρακτήρων και φυσικά τους διαλόγους-τους καλύτερους που έχει γράψει μέχρι σήμερα ο Τούρκος σκηνοθέτης από κοινού με την Ebru Ceylan, τη γυναίκα του. Στοιχείο πολύ σημαντικό διότι παρακολουθούμε τη ρήξη ενός ζευγαριού από ένα σημείο της ταινίας και μετά.

Μιλάω με μια σχετική σιγουριά για το σύμπαν του Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν καθώς είχα αποφασίσει πριν δω το τελευταίο του φιλμ να ασχοληθώ και με τις προηγούμενες ταινίες της φιλμογραφίας του. Έτσι, παρακολούθησα και την εξέλιξή του μέσα σε μια περίοδο περίπου 17 χρόνων. Από την πρώτη του ταινία, ”Η μικρή πόλη”, στην οποία ομολογουμένως δεν έχει κατακτήσει ακόμα το προσωπικό του ύφος αν και θίγει μέσα από τις εικόνες και τους διαλόγους του ζητήματα για το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και τις εγκαταστάσεις των σχολείων σε απομονωμένα χωριά της χώρας του. Από τις επόμενες ταινίες του λάτρεψα αμέσως το μελαγχολικό ”Uzak”-ιστορία για έναν έρωτα που μένει στη μέση και την απόγνωση για εύρεση εργασίας στη σύγχρονη Τουρκία.

Από εκεί και πέρα η πορεία του Τσεϊλάν θα είναι διαρκώς ανοδική. Θα συνεχίσει με τα ”Κλίματα αγάπης” στα οποία πρωταγωνιστεί ο ίδιος σε άλλη μια ιστορία χωρισμού. Το 2008 οι ”Τρεις πίθηκοι” θα βραβευτούν με το βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάνες. Πρόκειται για ένα πολιτικό θρίλερ πάντα όμως στο λιτό ύφος που μας έχει συνηθισεί ο σκηνοθέτης. Και ύστερα έρχεται άλλη μια μεγαλειώδης στιγμή του, το ”Κάποτε στην Ανατολία” (μαζί με το ”Uzak” ίσως οι δυο που με άγγιξαν περισσότερο από το μέχρι στιγμής έργο του). Η ταινία αυτή του 2010 είναι ένα αστυνομικό θρίλερ με αρκετή ειρωνεία, μαύρο χιούμορ και προσπάθεια εξοικείωσης με το θάνατο. Πολύ σημαντική η ”Ανατολία” τόσο ως προς τη σκιαγράφηση των προσώπων, τους μπεργκμανικούς ρυθμούς όσο και ως προς την εισαγωγή του χιούμορ στο μέχρι τώρα μελαγχολικό σύμπαν του Τσεϊλάν.

Το χιούμορ δεν το ανέφερα έτσι τυχαία. Είναι ένα από τα στοιχεία που σε κρατούν στη θέση σου για τα 196 λεπτά της καινούριας ταινίας του Τούρκου σκηνοθέτη. Μπορεί το συναίσθημα να μην φτάνει στα ύψη του ”Uzak”) αλλά παρακολουθείς συγκρούσεις μέσω διαλόγων τριων κυρίως ανθρώπων (ένας μεσήλικας πρώην ηθοποιός και νυν συγγραφέας, η νεώτερη συζυγός του που ασχολείται με τις φιλανθρωπίες και η μάλλον αργόσχολη αδερφή του). Πολλοί διάλογοι επαναλαμβάνονται αλλά αυτό ίσως να προσθέτει μια ρεαλιστικότητα και εκείνη την ανεπιθύμητη επαναληπτικότητα που συναντάμε και στη καθημερινή μας ζωή. Περίπου το ίδιο έκανε και ο Μπέλα Ταρ στο αριστούργημά του, το ”Άλογο του Τορίνο”.

Θα δείτε ότι η ταινία συνεχώς αμφισβητεί τους χαρακτήρες της, με κάποιους θα ταυτιστείτε, άλλους θα τους βρείτε κυνικούς, άλλους γλοιώδεις και ”δήθεν” αλλά πάντως σε κάθε περίπτωση θα φύγετε προβληματισμένοι και με τον σκηνοθέτη να επιβεβαιώνει με τον τρόπο του ότι ”όλα τριγύρω αλλάζουνε/και όλα τα ίδια μένουν”.Απολαυστικές οι σφήνες για τις τούρκικες σαπουνόπερες και σαφώς το περιεχόμενό τους (διαβάζουμε τελευταία ότι είναι η δεύτερη χώρα σε μεγαλύτερη εξαγωγή τηλεοπτικών προϊόντων μετά τις ΗΠΑ) όπως και ο τρόπος που η ταινία ειρωνεύεται τους δήθεν διανοούμενους, αυτούς που περιμένουν να αλλάξουν τον κόσμο από τον καναπέ τους. Έτσι, καταλήγουμε στο ότι είναι και μια ταινία που θα εξάψει το ενδιαφέρον εκείνων που ασχολούνται με τη διανόηση ή την τέχνη.

Ο τρόπος που ”φωτογραφίζεται” η Kαππαδοκία είναι εκπλητικός-αυτά τα πλάνα με τα χιονισμένα τοπία δεν θα λένε να ξεκολλήσουν από το μυαλό σας- ενώ η πανέμορφη σονάτα για το πιάνο Νούμερο 20 του Σούμπερτ αποτελεί το μοναδικό μουσικό κομμάτι του φιλμ. Πέρα από τη σκηνοθεσία και το σενάριο, η ταινία οφείλει πολλά και στους ηθοποιούς της που εκφέρουν τους διαλόγους με τέτοια φυσικότητα και αφοσίωση στο ρεαλισμό που πρέπει να βγάλουν που σπάνια συναντάμε στο σινεμά των ημερών μας. Οπότε, πέρα από το αισθητικό κομμάτι της ταινίας, αξίζει να δώσετε προσοχή και σε αυτούς.

Μια ταινία από αυτές που βλέπονται και ξαναβλέπονται. Από αυτές που μεγαλώνουν εντός σου. Και που σίγουρα κάθε φορά παρατηρείς και κάτι καινούριο, παίρνεις το μέρος ενός ήρωα περισσότερο ή λιγότερο, ανάλογα και με την εμπειρία της ζωής σου. Και γι’αυτό, παρόλο που για μένα δεν είναι η καλύτερη ταινία του Τσεϊλάν, είναι εντούτοις μια από τις πλέον σημαντικές του.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα
άρθρα