Καθημερινά βιώνουμε ή μιλάμε για άμεση και έμμεση, σωματική και ψυχολογική, παράνομη και νόμιμη, ιδεολογική και ηθική «βία». Η επιθετικότητα αποτελεί μια μορφή κοινωνικά ανεπιθύμητης συμπεριφοράς και παρουσιάζεται συχνά σε παιδιά, εφήβους, αλλά και ενηλίκους.
Στην οικογένεια και το σχολείο, που αποτελούν το φυσικό περιβάλλον του παιδιού, όταν υποχρεωθεί να ακολουθήσει κάποιους κανόνες εμφανίζονται οι «μικροαταξίες», όπως αποκαλούνται από τους παιδαγωγούς. Τα παιδιά όμως που παρουσιάζουν προβλήματα στη σχολική και ψυχοκοινωνική τους προσαρμογή διαπράττουν πολύ συχνότερα αυτές τις παραβιάσεις των κανόνων, με αποτέλεσμα να βιώνουν την αρνητική εμπειρία των συσσωρευμένων ποινών και την αρνητική στάση των δασκάλων τους.
Γενικά, η επιθετικότητα είναι αυτή που χρησιμοποιείται με σκοπό να «πονέσει» τον άλλο, σωματικά ή ψυχολογικά. Η σωματική βία (χτυπήματα, κλωτσιές, σπρωξίματα, χρήση όπλων), η προφορική βία (φωνές, ουρλιαχτά, βρισιές, άσχημοι χαρακτηρισμοί), η ψυχολογική βία (απειλές, άσκηση υπερβολικής πίεσης), η καταστροφική συμπεριφορά (πέταγμα ή σπάσιμο αντικειμένων, χτυπήματα στις πόρτες), η παθητική επιθετικότητα (ειρωνική ομιλία με ανταπόκριση στα λεγόμενα του άλλου) είναι είδη έκφρασης της παιδικής και όχι μόνο επιθετικότητας.
Έχουν γραφεί πολλά βιβλία και έχουν γίνει πολλές έρευνες πάνω στο θέμα της παιδικής επιθετικότητας. Γνωστοί είναι οι προβληματισμοί γύρω από μια πιθανή εγγενή προέλευση της επιθετικής συμπεριφοράς, ή μια πιθανή περιβαλλοντολογική διαμόρφωσή της. Όμως, οποιαδήποτε θεωρητική τοποθέτηση κι αν θεωρούμε σωστή, στο χώρο του σχολείου έχουμε την υποχρέωση να βρούμε λύση όταν ένα παιδί παρουσιάσει επιθετική συμπεριφορά και να παρέμβουμε, διότι όχι μόνο εμποδίζεται η συναισθηματική και κοινωνική εξέλιξη του παιδιού, αλλά και η επικοινωνία των μελών της ομάδας. Χωρίς τη δική μας καθοδήγηση και παρέμβαση το παιδί θα μάθει να λύνει τις διαπροσωπικές διαφορές με την άσκηση βίας, μη γνωρίζοντας άλλες εναλλακτικές λύσεις. Η ομάδα από την άλλη μεριά, ηρωοποιώντας συνήθως την αρνητική συμπεριφορά, μπορεί να μιμηθεί αυτές τις μη κοινωνικοποιημένες μορφές συμπεριφοράς (μίμηση προτύπου) και ταυτόχρονα ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο την αρνητική συμπεριφορά, να συμβάλει ακόμα περισσότερο στην εμπέδωσή της
Κυρίως οι παιδαγωγοί που δουλεύουν με παιδιά που βρίσκονται σε εξαιρετικά κρίσιμες εξελικτικές βαθμίδες (π.χ. προσχολική ηλικία ή εφηβεία) πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι, να γνωρίζουν δηλαδή καλά ανάλογους χωρισμούς – διότι η επιθετική συμπεριφορά μπορεί πολύ εύκολα να γενικευθεί, η ομάδα να κινδυνεύει και τότε, ως λύση ανάγκης, πρέπει να επιβληθούν τιμωρίες με αρνητικές επιπτώσεις στις σχέσεις δασκάλου-μαθητών .
Πρέπει να γνωρίζουμε όμως, πως η επιθετικότητα αποτελεί ένα φυσιολογικό φαινόμενο, το οποίο μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης του παιδιού τόσο ως προς τη μορφή με την οποία εκδηλώνεται, όσο και ως προς τα κοινωνικά ερεθίσματα που την προκαλούν. Εκείνο που είναι βασικό, όχι μόνο στο συγκεκριμένο αλλά και σε όλα τα προβλήματα των ανθρωπίνων σχέσεων, είναι η ύπαρξη επικοινωνίας, η κατανόηση, η ενθάρρυνση και η επίμονη αναζήτηση λύσεων, ουσιαστικών και μόνιμων.