Σύμφωνα με την κυρίαρχη αφήγηση για την ελληνική κρίση, η χώρα και οι κάτοικοί της για καιρό ζούσαν «πάνω» από τις δυνατότητές τους, εκμεταλλευόμενοι τις αυξημένες δυνατότητες δανεισμού. Στο μοτίβο αυτό θεωρήθηκε ότι η υπέρμετρη καταφυγή στη μοχλευμένη ρευστότητα χαρακτηριζόταν και από ιδιαίτερη «χαλαρότητα» ως προς την αντιμετώπιση των δεσμεύσεων που αναλαμβάνονταν στο πλαίσιο της συναλλαγής αυτής. Τόσο το κράτος όσο και οι πολίτες φέρονταν να είναι αρκετά «ανέμελοι» και πλημμελώς συνεπείς μ’ αποτέλεσμα το μη ικανοποιητικό προϋπολογισμό της ευχέρειάς τους ν’ ανταποκρίνονται στα ανά περίπτωση συμφωνηθέντα. Αυτήν την ερμηνεία, εν πολλοίς, υιοθέτησαν και τα δύο κόμματα της συγκυβέρνησης. Έτσι, από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ εξ αρχής και μετ’ επιτάσεως αναγνωρίστηκε ότι, μεταξύ άλλων, αποτελεί ηθική προτεραιότητα η ομαλή εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων, ούτως ώστε να καταστεί επιτεύξιμη η αποκατάσταση της χαμένης συλλογικής αξιοπιστίας.
Όλα τα παραπάνω ίσως και ν’ ακούγονταν πειστικά στ’ αυτιά του καλόπιστου πολίτη, εάν, μόλις πριν από λίγες ημέρες, ο Επίτροπος Χοακίν Αλμούνια απαντώντας σε σχετική ερώτηση, δεν δήλωνε ότι τα δύο – άλλοτε κραταιά – πολιτικά κόμματα του τόπου εμφανίζονται να μην καλύπτουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις δανειακές συμβάσεις που είχαν συνάψει μ’ εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα.
Ειδικότερα, δάνεια που έχουν χορηγηθεί εκ μέρους των τριών εκ των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί με δημόσια (υπο)στήριξη, φαίνονται ως μη εξυπηρετούμενα από τον Ιανουάριο του 2013. Για περισσότερο από έναν χρόνο δηλαδή, τα κόμματα της συγκυβέρνησης, που εν μέσω κρίσης, το 2012, εμφανίζονται να δανειοδοτήθηκαν αθροιστικά με 30 εκατομμύρια ευρώ, εφαρμόζουν μονομερή στάση πληρωμών προς τα τραπεζικά ιδρύματα τα οποία ποικιλότροπα έχουν ενισχύσει όλη αυτήν την περίοδο
Την ώρα που οι ιδιώτες απειλούνται μ’ εύρος κυρώσεων σε περίπτωση που φανούν ασυνεπείς προς υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει προς πιστωτικούς οργανισμούς ή και οι φορολογούμενοι καλούνται να υπομείνουν τα φοροδοτικά πάνδεινα ώστε να μπορεί το κράτος ν’ ανταποκρίνεται στις δανειακές υποχρεώσεις του, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, μ’ «άνοιγμα» που υπολογίζεται ότι συνολικά ανέρχεται σε 270 εκατομμύρια ευρώ, είναι οι πρώτοι που αθετούν εκείνο που προβάλουν ως ηθική δέσμευσή τους. Ενώ λοιπόν, οι ιδιωτικές αστοχίες των τραπεζών έχουν «κρατικοποιηθεί» και το βάρος αυτών έχει μετακυλιστεί στην κοινωνία, τα δύο πολιτικά κόμματα, τα οποία είναι πρωτεργάτες αυτή της εξέλιξης, ενδύοντας τις επιλογές τους με ηθικό και κανονιστικό μανδύα, όχι μόνο είναι απρόθυμα να φανούν συνεπή αλλά δεν ελέγχονται και από κανέναν γι’ αυτό.
Βέβαια, κάποιος, όχι και τόσο καλόπιστος είναι η αλήθεια, θα μπορούσε να υποθέσει ότι αμφότερα τα κόμματα, την άτυπη «διαγραφή» του χρέους τους, την έχουν ήδη «ξεπληρώσει» με την ευνοϊκή μεταχείριση συγκεκριμένων συμφερόντων στον τραπεζικό τομέα, με τα πιστωτικά ιδρύματα με τη σειρά τους ν’ ανταποδίδουν στηρίζοντας, μ’ αναλύσεις επί αναλύσεων σε δελτία κι εκθέσεις, τις μνημονιακές πολιτικές. Τότε, ίσως, να μιλούσαμε για πολιτικούς τραπεζοκόμους. Αυτές όμως είναι σκέψεις για… κακόπιστους, οπότε ας τις αφήσουμε στην άκρη.