Ήθελα τόσο πολύ να ζήσω για λίγο στο εξωτερικό κι επιτέλους βιώνω αυτή την εμπειρία κι ας είναι μονάχα για ένα μήνα.
Η Χαϊδελβέργη τον Αύγουστο είναι γεμάτη φοιτητές –όπως και όλο τον χρόνο. Κάποιοι φεύγουν για διακοπές, άλλοι έρχονται στη θέση τους και η ρομαντική πόλη αλλάζει πρόσωπα μα όχι ρυθμούς ή ζωηράδα. Τα καλοκαιρινά μαθήματα είναι κάτι που έχουν τα περισσότερα πανεπιστήμια του κόσμου και είναι ένας πολύ έξυπνος κι αποτελεσματικός τρόπος να βελτιώσει κανείς την κατάρτισή του στις ξένες γλώσσες αλλά και να γεμίσει εικόνες κι αρώματα από άλλους λαούς, κουλτούρες, έθιμα και να κάνει φίλους σε όλο τον κόσμο. Σε κάποια πανεπιστήμια, τέτοιου είδους προγράμματα διαρκούν έναν μήνα, σε άλλα -μαζί και σε πολλά βρετανικά- λίγο λιγότερο.
Θα αρχίσω ανάποδα την εξιστόρηση των εμπειριών μου, λέγοντας, πως προτείνω ανεπιφύλακτα οποιαδήποτε ευκαιρία σπουδών/μαθημάτων στο εξωτερικό και περισσότερο διαμονή για κάποιο χρονικό διάστημα σε κάποια άλλη πόλη του κόσμου. Είναι ασύλληπτο και πέραν λεκτικών περιγραφών το πόσο πολύ αλλάζει η αντίληψη και η γενικότερη κοσμοθεωρία οποιουδήποτε μπορεί να συγκρίνει την ζωή του στην χώρα του με την ζωή σε μια άλλη χώρα, μακριά μάλιστα και από ακούσματα της μητρικής γλώσσας. Ίσως στην ιδέα να τρομάζει, αλλά στο τέλος της ημέρας, μονάχα οφέλη μπορεί να προσφέρει αυτή η εμπειρία.
Η κάθε λέξη που ανταλλάσσεις με κάποιον άλλο στο εξωτερικό, είναι μία αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών και συνειδητοποιείς τι θα πει η χιλιοειπωμένη φράση, Να νιώθεις «πολίτης του κόσμου». Πολλές φορές απροσδόκητα είδα πως ‘ελληνικά’ αστεία υπάρχουν και σε άλλες γλώσσες, αφού όταν προσπάθησα να πω ένα ελληνικό ανέκδοτο σε μία φίλη μου από τη Σλοβακία, μου είπε πως λένε το ίδιο και στη χώρα της. Ένιωσα πολλές φορές απίστευτο ενθουσιασμό όταν ένας Άγγλος συμμαθητής μου μού μιλούσε με ερασμιακή προφορά στα αρχαία και μου έλεγε πόσο πολύ λατρεύει να διαβάζει αρχαίες τραγωδίες. Ήδη κανονίζει να επισκεφθεί τρίτη φορά μέσα σε δύο χρόνια την Ελλάδα. Δεν μπορούσα να μην εκπλαγώ όταν μιλούσα για πολιτική με έναν Αμερικάνο συμμαθητή μου γύρω στα 50 και μου έλεγε πώς φτάνουν τα ελληνικά νέα στην χώρα του. Ούτε επίσης να μην χαρώ όταν ένας Ισπανός, βιβλιοφάγος, καθηγητής ξένων γλωσσών και συμμαθητής μου, είχε διαβάσει Καζαντζάκη και Καβάφη και μου ζητούσε να του προτείνω κι άλλους Έλληνες συγγραφείς.
Δεν τίθεται θέμα πατριωτικής έπαρσης. Μονάχα μεγάλης χαράς όταν συνειδητοποίησα πως τα σύνορα των χωρών δεν είναι παρά μόνο μια χωροταξική επινόηση. Οι καρδιές των ανθρώπων χτυπούν στον ίδιο παλμό κι αν όλοι είχαμε την ευκαιρία να συναναστρεφόμαστε ανθρώπους από άλλες χώρες, τότε ούτε η ξενοφοβία θα υπήρχε ως έννοια ούτε και ο πατριωτικός φανατισμός. Είναι μαγικό το συναίσθημα να σου μιλάει μία κοπέλα από την Π.Γ.Δ.Μ(ακεδονίας) και να βλέπεις πως, όπως κι αν ονομαστεί η χώρα της, στην τελική, αγαπάτε παράφορα τους ίδιους σκηνοθέτες και τις ίδιες ταινίες, σε σημείο να κανονίζετε να βρεθείτε ξανά στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που ανυπομονεί να ανακαλύψει.
Ναι, φυσικά και πολλές φορές όταν έλεγα σε κάποιον «Με λένε Χριστίνα και είμαι Ελληνίδα» υπήρχε ένα συγκεκριμένο επιφώνημα έκπληξης ανακατεμένης με μπόλικη δόση αμηχανίας. Και αυτό, όχι μόνο από τους Γερμανούς. Από οποιονδήποτε, ανεξαρτήτως ηλικιακής ομάδας, που ασχολούταν έστω και λίγο με την πολιτική και παρακολουθούσε τις εξελίξεις. Κάποιοι με ρωτούσαν «Ναι» ή «Όχι» με το –χ- παχύ, προφοράς εξωτερικού. Άλλοι περίμεναν να δουν εάν είμαι ανοιχτή στο να μιλήσω για το τι ακριβώς γίνεται αυτή την περίοδο στην Ελλάδα κι όταν έβλεπαν πως δεν είχα κανένα πρόβλημα ξεκινούσαν και με βομβάρδιζαν με ειλικρινή περιέργεια για τα τεκταινόμενα. Κι άλλοι μου εξιστορούσαν τις εμπειρίες τους σε κάποια επίσκεψή τους στα ελληνικά νησιά.
Ξενοφοβία δεν ένιωσα. Οι άνθρωποι που ταξιδεύουν δεν φοβούνται το άλλο, το ξένο. Μονάχα μία θλίψη ένιωθα, κάθε που έβλεπα –και βλέπω- κάθε μέρα την Ελλάδα ως πρώτη είδηση, όχι για την ομορφιά της, όχι για τον πολιτισμό της, όχι για τίποτα άλλο πέρα των πολιτικών εξελίξεων και των άθλιων συνθηκών στις οποίες έχουν αφεθεί οι πρόσφυγες που φτάνουν καθημερινά εντός των συνόρων. Κι ας είμαι σε μία γλυκιά, παραμυθένια και πανέμορφη πόλη, με ένα κάστρο που ξυπνά μνήμες παιδικές από παραμύθια που διαβάζαμε μικροί, η Ελλάδα νιώθω πως με ακολουθεί. Κι έτσι πρέπει να γίνεται. «Όπου και να ταξιδέψω, η Ελλάδα με πληγώνει», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης. Αλήθεια, πόσο κρίμα είναι που ένιωσα τόσο πολύ αυτή τη φράση…