Μια πόλη ανάμεσα σε γέφυρες, της Χριστίνας Καλογεροπούλου

Δημοσιεύθηκε

Η πτήση Αθήνα-Στοκχόλμη διαρκεί περίπου τρισήμισι ώρες, και η διαφορά ώρας είναι μία ώρα πίσω σχετικά με την ώρα της Ελλάδας. Ίσως ο χειμώνας να είναι η χειρότερη εποχή να επισκεφθεί κανείς την Σκανδιναβία, μα εμείς προσγειωθήκαμε μέσα Ιανουαρίου στο χιονοσκεπές αεροδρόμιο Arlanda της Στοκχόλμης. Η πόλη με τα 14 νησάκια και τις 57 γέφυρες διετέλεσε πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1998. Μετά από αλλαγή των ευρώ μας σε σουηδικές κορώνες (περίπου 1€ συνεπάγεται 8 SEK), επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο (Flygbussarna Airport Coaches, με τιμή 105 SEK ο ενήλικας) και σε 40 λεπτά βρεθήκαμε στην πόλη, στον τεράστιο σιδηροδρομικό σταθμό που συνδέεται με γραμμή του μετρό. Αξίζει κανείς να περιηγηθεί στις στάσεις του μετρό για να απολαύσει την απίστευτη διακόσμησή τους – κάθε σταθμός με διαφορετικά χρώματα, τεχνοτροπίες, φωτισμούς.

Με μια στάση στην κεντρική πλατεία και το Kulturhuset, όπου αναζητήσαμε παραστάσεις, και εν τέλει βγάλαμε εισιτήρια για την Εθνική Όπερα στο έργο Ρωμαίος και Ιουλιέτα σε μπαλέτο, καταλήσαμε στο ξενοδοχείο μας, με θέα το λιμάνι στην γειτονιά Ostermalm. Αφού ξεκουραστήκαμε, βγήκαμε για περιήγηση με το λιγοστό φως να χάνετε –ήταν 5 το απόγευμα και ήδη ο ήλιος είχε δύσει. Στο πάρκο Kungsträdgården (=ο κήπος του Βασιλιά) είχαν φωτιστεί τάρανδοι πελώριοι και το χιόνι καθόλη την διάρκεια της βόλτας μας έπεφτε ασταμάτητο, κάτι όμως που δεν εμπόδιζε τους δρόμους να είναι γεμάτοι κόσμο που πηγαινοερχόταν. Καταλύσαμε στην Εθνική Όπερα όπου απολαύσαμε μία κινέζα Ιουλιέτα να χορεύει υπέροχα πλάι σε έναν ξανθό όχι και τόσο καλό Ρωμαίο.

Αργότερα, κατά τις 10 το βράδυ, ψάξαμε για εστιατόριο όπου θα μπορούσαμε να δειπνήσουμε, άνευ επιτυχίας όμως –οι κουζίνες είχαν ήδη κλείσει εις τας Ευρώπας. Δίπλα από την Όπερα πάντως υπάρχει ένα πολύ καλό εστιατόριο όπου μετά τις 10 λειτουργεί για μία – δύο ώρες ακόμα ως μπαρ, εν ονόματι «Κωλότσεπη» στα ελληνικά. Πάντως εμείς ανακαλύψαμε το εστιατόριο του Jamie Oliver όπου θα δειπνούσαμε το επόμενο βράδυ. Καταλήξαμε σε μπέργκερς τελικά στο έως αργά ανοιχτό MAX στο κέντρο της πόλης. Χορτάτοι, περπατήσαμε στους πλακόστρωτους πεζοδρόμους με τα λογής λογής μαγαζιά ρούχων –όπου συγκρατήσαμε τα δώρα που θα κάναμε στους εαυτούς μας την επόμενη μέρα.

Το επόμενο πρωινό μας βρήκε να περπατάμε μέχρι την Gamla stan, ή αλλιώς παλιά πόλη, η οποία βρίσκεται σε ένα άλλο νησάκι από εκεί όπου μέναμε. Αφήσαμε πίσω μας το επιβλητικό Παλάτι (Kungliga Slottet), όπου κάποτε, μα όχι πια, κατοικούσε η βασιλική οικογένεια, με αίθουσα με το οπλοστάσιο την οποία μπορεί κανείς να επισκεφθεί, και φρουρό απ’ έξω που είναι εντυπωσιακή η αλλαγή του, εάν την πετύχει κανείς, φτάσαμε στον Καθεδρικό Ναό, όπου όλο το πάτωμά του ήταν γεμάτο με ταφόπλακες. Όπως μας είπε η ευγενική σουηδέζα ρεσεψιονίστ, η Σουηδία είχε ως θρήσκευμα τον Καθολικισμό μέχρι τον 16ο αιώνα περίπου, όταν άλλαξαν σε Προτεστάντες λόγω του αιτήματος του βασιλιά τους Vasa.

Η επόμενη εκκλησία πού ψάξαμε να βρούμε ήταν η Φινλανδική, όπου στον πίσω κήπο της είχε ένα φαλακρό αγαλματάκι, για το οποίο ο μύθος λέει πως αν χαϊδέψεις το κεφαλάκι του και κάνεις ευχή, θα σου φέρει τύχη. Κόντευε βέβαια να καλυφθεί το φτωχό από το χιόνι αλλά ευτυχώς κάποιος του είχε φορέσει ένα μικρό κασκολάκι στο λαιμό. Επόμενη στάση, το Μουσείο Νόμπελ. Ένας χώρος απαράμιλλης αισθητικής, όπου πραγματικά αξίζει να ζητήσετε να σας κάνουν tour ώστε να μάθετε την ιστορία του Άλφρεντ Νομπέλ. Ένα αναπόφευκτο μειδίαμα μας ξέφυγε όταν είδαμε τα ονόματα του Σεφέρη και του Ελύτη να περιφέρονται στο ταβάνι.

Το να περπατάς στην παλιά πόλη είναι κυριολεκτική απόλαυση, αφού είναι από τα πιο γραφικά κομμάτια της Στοκχόλμης. Μοιάζει λιγάκι στα χρώματα και την γραφικότητα με ένα κομμάτι της πόλης της Πράγας. Από εκεί, πήραμε λεωφορείο για να πάμε σε ένα άλλο νησάκι, στην περιοχή Sodermalm, σε μια γειτονιά γεμάτη vintage ρούχα –Ιανουάριο μήνα είχαν παντού εκπτώσεις! Ανακαλύψαμε βέβαια πως βρεθήκαμε και στην ελληνική γειτονιά, αφού υπήρχαν παντού εστιατόρια με ελληνικές ονομασίες και με ελληνικές σπεσιαλιτέ. Εμείς προτιμήσαμε το sushi όμως (στη διεύθυνση Renstiernas Gata 28, Södermalm) δίχως να αμελήσουμε στην επιστροφή να σταματήσουμε σε έναν γειτονικό φούρνο για να δοκιμάσουμε και ένα σουηδικό γλυκό με ψωμί και σαντιγί.

Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, σταματήσαμε στο ξενοδοχείο Grand Hotel, όπου μας είχαν πει πως μένουν οι νομπελίστες όταν έρχονται για τις τελετές απονομής στην Στοκχόλμη τον Δεκέμβρη, για να ρωτήσουμε από περιέργεια πόσο κοστίζει το δίκλινο. Αποδείχτηκε πιο φθηνό από την αθηναϊκή Grand Bretagne –περίπου 3000 SEK. Βέβαια, μας πληροφόρησαν πως δεν μπορούν να ανακοινώσουν σε ποιο δωμάτιο έμενε για παράδειγμα ο Patrick Modiano, σε κάποιον θαυμαστή, ο οποίος θα ήθελε να μείνει στο ίδιο. Το βράδυ δειπνήσαμε λιτά μα γευστικότατα στο ιταλικό εστιατόριο του Jamie Oliver -300 SEK λογαριασμός για σπαγγέτι με μαύρη τρούφα και ποικιλία ψαριών και τυριών. Το μαγαζί ήταν τελείως γεμάτο από κόσμο –και κάποιοι μάλιστα έτρωγαν και μόνοι τους!

Η επόμενη μέρα μας βρήκε σε ένα δίλημμα, να πάμε για ψώνια ή στο Vasa Museum (Vasamuseet); Τελικά, το καταναλωτικό σύνδρομο επικράτησε και προτιμήσαμε την αγορά σουβενίρ σουηδικά. Πάντα, πρέπει να αφήνεις στα ταξίδια κάτι χωρίς να το δεις, για να είναι αφορμή να επιστρέψεις κάποτε. Για να φτάσουμε στον σιδηροδρομικό σταθμό, χρησιμοποιήσαμε το μετρό, για να απολαύσουμε και την φοβερή αισθητική των σταθμών του. Το παράδοξο ήταν πως ο ίδιος οδηγός που μας έφερε από το αεροδρόμιο, ο ίδιος οδηγούσε και το λεωφορείο της επιστροφής. Και κάπως έτσι αποχαιρετήσαμε την χιονισμένη «Βενετία του Βορρά» και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για μια πιο ζεστή εποχή.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα
άρθρα