11 του Σεπτέμβρη… και εγώ γυρνώ πίσω, πολύ πίσω… Φορούσες ένα λευκό φουστανάκι και στα μαλλιά μια κορδέλα γαλανή…. Η σάκα στον ώμο σου έδειχνε τεράστια… έτοιμη μικρούλα μου να σηκώσεις θαρρείς τα βάρη του κόσμου τούτου μέσα από γνώσεις …. Σου κρατούσα σφιχτά το χέρι με την απατηλή πεποίθηση που έχει κάθε μάνα ότι όσο κρατά το παιδί της ΤΙΠΟΤΑ κακό δεν μπορεί να το αγγίξει, να το πλησιάσει…. Ξόρκι λευκής μαγείας αυτά τα δυο πλεγμένα χέρια. Το δικό μου που έτρεμε γιατί σε λίγο θα σε άφηνα μόνη – πρωτάκι γλυκό και άβγαλτο – στην χαοτική για τα μάτια μου αυλή, και το δικό σου που ίδρωνε από την αγωνία….. Μετά… έφυγες! Ναι, εκεί τοποθετώ αγάπη μου την χρονική στιγμή που… έφυγες! Έφυγες για μια τάξη γιομάτη χρώματα, για παιχνίδια, για πάρτι, για εκδρομές, για φλερτ, για κοπάνες, για διαγωνίσματα, για όνειρα, για καρδιοχτύπια, για σκισμένα τζην, all star με καρδούλες ζωγραφισμένα, σάντουιτς στην σάκα. έρωτα στην καρδιά, λευκώματα, αγωνίες.
Έτσι μετρώ τα χρόνια που πέρασαν… Σαν το νερό. Κάποτε έτρεχες τον κόσμο με δυο παπούτσια πάνινα και σήμερα το πρωί στο δωμάτιο σου, έμεινα να κοιτώ κρυφά το ξανθό όμορφο κορίτσι (που λίγο μου θύμιζε και εμένα… κάποτε) να χτενίζει τα ίδια ξανθά μαλλιά – χωρίς γαλανή κορδέλα πια -. Φυλαγμένη στην έχω μάτια μου… να την δώσεις και στην δική σου κόρη … μια μέρα.. Την μέρα εκείνη που θα ανοίξει και εκείνη πανιά στο όνειρο! Μεγάλωσες… μίκρυνα. Τα χρόνια κύλησαν μάτια μου… και θα σου πω αυτό που σου έλεγα από μωρό σαν σε φιλούσα για καληνύχτα (παράξενη μαμά – αερικό που ποτέ δεν έλεγε μη… μα δοκίμασε, ζησε, τόλμα) “ΜΗΝ ΚΥΝΗΓΑΣ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΣΟΥ ΓΙΑΤΙ ΝΙΩΘΟΥΝ ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΑ ΚΑΙ ΚΡΥΒΟΝΤΑΙ…ΑΠΛΑ ΠΙΣΤΕΨΕ ΣΕ ΑΥΤΑ ΚΑΙ ΘΑ ΣΟΥ ΦΑΝΕΡΩΘΟΥΝ ΑΠΟ ΜΟΝΑ ΤΟΥΣ” Παιδιά μου… παιδιά όλου του κόσμου… καλή αρχή! ΣΑΣ ΑΓΑΠΩ… Η μαμά-παιδί!