Ο ‘’Ματωμένος γάμος’’ αποτελεί ένα από τα πιο πολυανεβασμένα θεατρικά έργα του ισπανού ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που έμελε να βρει πρόωρο θάνατο από τους φαλαγγίτες του δικτάτορα Φράνκο στις 19 Ιουλίου του 1936 λόγω των ιδιαίτερων σεξουαλικών του προτιμήσεων και των δημοκρατικών του φρονημάτων.
Πρόκειται για το πρώτο μέρος της ‘’αγροτικής τριλογίας’’ του η οποία συνεχίστηκε με το ‘’Γέρμα’’ (1934) και ‘’Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα’’ (1936). Η Πάουλα Ορτίθ μεταφέρει στον κινηματογράφο την τραγωδία του Λόρκα ονομάζοντας την ταινία της ‘’La Novia’’ (που στα ισπανικά σημαίνει νύφη), με κάποιες αποκλίσεις από το πρωτότυπο, αλλά ευτυχώς καταφέρνοντας να αναδείξει την ουσία της ιστορίας.
Την ημέρα του γάμου της, η Νύφη, δεν θα διστάσει να εγκαταλείψει το Γαμπρό, τον Πατέρα της και τη Μητέρα του Γαμπρού και να δραπετεύσει με τον πρώην αρραβωνιαστικό της, το Λεονάρδο (ο μοναδικός ήρωας του έργου με όνομα), βρίσκοντας καταφύγιο μέσα σ’ ένα δάσος. Όπως είναι φυσικό, ο Γαμπρός και οι συγγενείς θα τους αναζητήσουν. Όσοι είχαν την τύχη να διαβάσουν το έργο από μετάφραση (όπως εκείνη την κλασική του Νίκου Γκάτσου) ή να το δουν στο θέατρο, γνωρίζουν την εξέλιξη της πλοκής, το πόσο εύστοχα ο Λόρκα φτιάχνει το ψυχογράφημα των χαρακτήρων αλλά και το πώς καταφέρνει να κάνει το θεατή/αναγνώστη να κατανοήσει τη νοοτροπία των ανθρώπων της ισπανικής υπαίθρου και τη λαϊκή μουσική παράδοση. Σε όλα αυτά, βέβαια, έρχεται να προστεθεί η δύναμη του πάθους που συναντάμε εδώ όπως και σε πολλά μεγάλα έργα, από τα ποιήματα της Σαπφούς και τον Ευριπίδη έως το Σενέκα και τον Σαίξπηρ.
Στην εκδοχή της Ορτίθ επιτυγχάνεται η επικοινωνία της ιστορίας αλλά και η ‘’μετάφραση’’ του θεατρικού κειμένου σε κινηματογραφικές εικόνες που σε πολλές στιγμές εντυπωσιάζουν σε συνδυασμό με τη μουσική του Σιγκέρου Ουμεμπαγιάσι. Ίσως να μην είναι τυχαία η επιλογή του για τη μουσική επένδυση της ταινίας μιας και έχει προσφέρει μερικά απ’ τα πιο παθιασμένα soundtrack για ταινίες όπως η ‘’Ερωτική επιθυμία’’ και το ‘’2046’’, αριστουργήματα του Γουόνγκ Καρ Γουάι. Κι εδώ, λοιπόν, προσφέρει μουσικές εξαίσιες που συνοδεύουν την ένταση της ιστορίας.
Η Ίνμα Κουέστα υποδύεται τη Νύφη και καταφέρνει να βγάλει και την τραγικότητα και τον ερωτισμό αλλά και την αθωότητα που χρειάζεται σε σημεία ο ρόλος της. Εξίσου γοητευτικός στο ρόλο του Λεονάρδο ο Άλεξ Γκαρσία, κατάφερε ήδη από τις πρώτες σκηνές του να αναδείξει την εσωτερική πάλη του ρόλου του ανάμεσα στη συμβιβασμένη ζωή με την τωρινή γυναίκα του και στο αδάμαστο πάθος του για τη Νύφη. Αντιθέτως, ο Asier Etxeandia δεν με ενθουσίασε ως Γαμπρός και άποψή μου είναι ότι και το ενδυματολογικό μέρος του ρόλου δεν βοήθησε καθώς η μορφή του κάθε άλλο παρά σε άνθρωπο της υπαίθρου παρέπεμπε. Άξια αναφοράς βρίσκω τη Μητέρα του Γαμπρού που υποδύεται η Luisa Gavasa και καταφέρνει να αποτυπώσει στο βλέμμα της τον πόνο μιας μητέρας που έχει μείνει χωρίς παιδιά αλλά και το σκληρό προσωπείο που πρέπει να φορά εφόσον εκείνη έχει αναλάβει πλέον τα ηνία του σπιτιού μιας και ο άντρας της έχει πεθάνει.
Σε κάθε περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ένα ιδιαίτερα ποιητικό έργο που μεταφέρθηκε το ίδιο λυρικά από την Ορτίθ στο σινεμά. Ακόμα κι αν λείπουν κάποια σημεία του πρωτοτύπου (οι ρόλοι των τριών ξυλοκόπων, ο ανθρωπομορφισμός του φεγγαριού) , κάτι τέτοιο δεν αποτελεί πρόβλημα από τη στιγμή που η μεταφορά σε άλλο είδος τέχνης πέτυχε. Και μάλιστα πέτυχε και επί της ουσίας. Όχι μόνο αντιλαμβάνεται κανείς τις συμβάσεις και τα πρέπει μέσα στα οποία διεξάγονταν η ζωή (π.χ υποταγή της γυναίκας στον άνδρα, υπεράσπιση της τιμής της νύφης με κάθε κόστος, ακόμα και με Θάνατο, ο οποίος σημειωτέον στο έργο του Λόρκα παίρνει τη μορφή μιας ζητιάνας) αλλά πάνω απ’όλα τη δύναμη του Έρωτα που συγκλονίζει τις καρδιές ‘’όπως ο άνεμος που κατεβαίνει από το βουνό/τραντάζει τις βελανιδιές’’, για να θυμηθούμε κι ένα σαπφικό στίχο.