Θέλω για λίγο να μάθω πως είναι να βλέπεις τον κόσμο φιλτραρισμένο, με γυαλιά ηλίου. Πώς άραγε είναι να σου δίνει μπόι η εξουσία, το χρήμα, η υπεροψία;
Πως άραγε βολεύεται η καρδιά καλύτερα, ξαπλωμένη τα ανάσκελα με τα πόδια ανοιχτά… έτοιμη να δεχτεί μέσα της την αλαζονεία, την δηθενιά, τον νεοπλουτισμό; Αναρωτιέμαι, θα μου πήγαινε με το χρώμα των ματιών μου μια υποψία μίσους στα μάτια, για άλλα μάτια που βλέπουν τον κόσμο αλλιώς; Για μάτια που ονειρεύονται ξύπνια όχι κοιμισμένα. Με εκνευρίζουν τα κοιμισμένα όνειρα. Φορούν πυτζάμες και εγώ θέλω γύμνια. Σκεπάζονται ακριβά πουπουλένια παπλώματα και εγώ θέλω να ανατριχιάζουν οι πόροι να μιλά το δέρμα, να αναπνέει το σώμα ανάσες κοφτές.
Όμως, όμως μήπως πρέπει να μάθω τελικά, μήπως πρέπει να «τους» αφήσω να μου δείξουν πως είναι να μεγαλώνεις; Να μεγαλώνεις και να βλέπεις τον κόσμο μικρότερο σου, υποδεέστερο σου, υπό το μηδέν γενικότερα σαν το πολικό ψύχος της καρδιάς σου. Πρέπει να μάθω. Πρέπει να καταλάβω πως το Α και το Ω δεν είναι απλά η αρχή και το τέλος ενός ΑγαπΩ αλλά δυο γράμματα.. Ή Α θα είσαι ή Ω ή η αρχή ή η ουρά στην ουρά να περιμένεις, να τρως πόρτα από το σύστημα. Πόρτα; Κατάμουτρα; Δεν πειράζει, μου αρέσει να ξαποσταίνω ξαπλώνοντας σαν αδέσποτο κουτάβι έξω από πόρτες κλειστές. Αναρωτιέσαι «θα ανοίξει άραγε πότε αυτή η πόρτα για μένα;»
Ωραία είναι να αναρωτιέσαι να μην είναι όλα δεδομένα της καβάτζας ενός γεμάτου πορτοφολιού. Πλαστικές κάρτες πλαστικά συναισθήματα sex όχι έρωτας. One night stand, όχι αγκαλιά, γόβες Μανόλο και όχι γυμνά πατουσάκια που ακούμπησαν βράχια, που έτρεξαν γη, που χόρεψαν πεντοζάλη μεθυσμένα σε άμμο. Πρέπει να μάθω, πού θα βρω έναν οδηγό εκμάθησης – απάρνησης του εγώ μου, για κάτι που να μοιάζει στο εσύ τους; Ήμουν τόσο χαζή που πίστευα ότι αγάπη είναι να σε θέλει ο άλλος όπως είσαι να σου δίνει χώρο μέσα του απλόχερα κιμπάρικα, μαγκιόρικα. Ήμουν τόσο αφελής που νόμιζα ότι υπάρχουν ιδεολόγοι, ονειροπόλοι, στοχαστές που θα άλλαζαν τον κόσμο, που θα πολεμούσαν με ανέμους το θεριό και με αλμύρα. Όχι, όχι πρέπει να μάθω. Πρέπει να γίνω ιλουστρασιόν εξώφυλλο σε life style περιοδικό να γίνω παράθυρο σε δελτίο ειδήσεων να ξεκατινιαστώ με στυλ να γίνω κουτσομπολιό, όχι είδηση, να γίνω ντεκαπάζ και όχι παπαρούνα ξεφτισμένη σε ξανθό γνήσιο κεφαλάκι με ψυχολογία μελαχρινής και ιδιοσυγκρασία κοκκινομάλλας.
Μάθε μου ψηλή κυρία με τα ακριβά ρούχα και τα φτηνά αισθήματα. Μάθε μου πως με ένα μπότοξ στην μούρη την πλισέ, διαγράφεις μαζί με τις ρυτίδες και τις αναμνήσεις σου, τα λάθη σου, τα πάθη σου. Μάθε μου κομψή κυρία με τα σινιέ συνολάκια πώς πληρώνεις και εξαγοράζεις τα πάθη αυτά, τα δικά σου πάθη, με ένα καρνέ επιταγών; Πως μπαίνουν υπογραφές που δένουν σε συμβόλαια με προικώα, αναρχικά κορμιά ταξιδευτές του σύμπαντος, με ψυχές σαν γειτονιά του χτες, γειτονιά με βασιλικό σε τενεκέ από φέτα.
Μου αρέσουν οι ψυχές που ανθίζουν σε τέτοιους τενεκέδες-γλάστρες μα δεν είναι πρέπον μου είπαν. Η ψυχή θέλει θερμοκήπιο και ζέστη, όχι σκουριά και ποτιστήρι τρύπιο. Κυρία, κυρία, ψηλή κομψή ακριβή όμορφη, βαμμένη πλυμένη, καθαρή σιδερωμένη σε ρούχα και σώμα κυρία, κοίτα με. Δες με. Εδώ κάτω μωρέ, στα υπόγεια και ένα χέρι ζαρωμένο (στα χέρια μπότοξ δεν γίνεται; Oι γραμμές λένε την μοίρα γραμμένη, η μοίρα σε λευκή σελίδα χεριού) απλώθηκε να με σηκώσει και εγώ τεντώθηκα να το πιάσω αποφασισμένη να γίνω καλή μαθήτρια του καλού κόσμου.
Μα τελευταία στιγμή μια στιγμή πριν αποχαιρετήσω τις στιγμές μου κοντοστάθηκα, εγώ η κοντούλα με τα πατουσάκια τα γυμνά, τα γδαρμένα σε ελληνικό βραχί… Σήκωσα το βλέμμα και φοβήθηκα το βλέμμα της κυρίας. Ήταν πολύ φωτεινό και εγώ ήξερα από βλέμματα-σκοτάδια μόνο και εγώ πως θα άφηνα εγώ το υπόγειο μπαμπά; Στα υπόγεια είναι η θέα. Και μετά, μετά σαν απαρνήθηκα το χέρι με τα μπριγιάν, έφτιαξα βαλίτσες για ταξίδι εαυτού, σίγουρη πως θα γυρίσω η ίδια σε μια εποχή που σου βγάζει one way ticket για να γίνεις μια καθώς πρέπει Ευρωπαία, καθώς πρέπει Κυρία.
Καθώς πρέπει. Πόσες φορές το άκουσες;
Πόσες σου το ζήτησαν;
Καθώς θέλει δεν γίνεται;
Oχι, δεν είναι καθώς πρέπει γλυκιά μου τα «θέλω» ποτέ…