Μια από τις ταινίες που οι κινηματογραφόφιλοι περίμεναν φέτος, όσο λίγες. Και μόνο το γεγονός ότι ένας από τους πιο συνεπείς και ολοκληρωμένους σκηνοθέτες σαν τον Πολ Τόμας Άντερσον προσπάθησε να μεταφέρει στην οθόνη το πολύπλοκο μυθιστόρημα του Τόμας Πύντσον, έμοιαζε από μόνο του αρκετά δελεαστικό για να αφιερώσεις δυόμιση ώρες σε αυτή την ταινία. Είναι, όμως, η ταινία αντάξια των προσδοκιών μας;
Το παραπάνω ερώτημα είναι μάλλον ρητορικό και επανέρχεται συνεχώς από τη στιγμή που θα την παρακολουθήσει κανείς. Ερώτημα, επιπλέον, δύσκολο καθώς εξαρτάται από ποια σκοπιά θα προσεγγίσεις το φιλμ. Έχοντας προσωπικά διαβάσει το πολύ δυνατό και γεμάτο περιγραφές από τη δεκαετία του ’60 βιβλίο του πιο μυστηριώδους εν ζωή συγγραφέα (δεν έχει δεχτεί να φωτογραφηθεί ποτέ) βρήκα την ταινία άψογη μεν εικαστικά-δεν το διαπραγματεύεσαι όταν ο Π.Τ.Άντερσον είναι στο τιμόνι- αλλά με κάποιες ελλείψεις στην πλοκή, με χαρακτήρες και αναφορές που υπήρχαν στο βιβλίο να απουσιάζουν. Βέβαια, ο Άντερσον είναι τόσο τελειομανής που μάλλον η διάρκεια μιας ταινίας τόσο πιστής στο βιβλίο θα ξεπερνούσε τις 4 ώρες. Ήδη υποψιάζομαι ότι και στην ταινία των 148 λεπτών που προέκυψε έχει πέσει μεγάλο ψαλίδι στο μοντάζ.
Όμως, ποια είναι η ιστορία που πραγματεύεται τόσο το βιβλίο όσο και η ταινία; Ας μεταφερθούμε πίσω στη δεκαετία του ’60 όπου εκεί θα συναντήσουμε το Ντοκ Σπορτέλο, έναν χίπη ιδιωτικό ντετέκτιβ. Μια μέρα, εκεί που κάθεται και απολαμβάνει το τσιγαριλίκι του, εμφανίζεται η πρώην του και τον ενημερώνει για το σχέδιο απαγωγής ενός μεγαλοεργολάβου με το όνομα Μίκι Βόλφμαν. Στην υπόθεση θα εμπλακεί ένας αστυνομικός με το παρατσούκλι ”Μεγαλοπόδαρος” όσο και μια αινιγματική οργάνωση με τον τίτλο ”Χρυσός Κυνόδοντας”.
Ήδη από τα πρώτα λεπτά της ταινίας γίνεται φανερό ότι η επιλογή του Χόακιν Φίνιξ για τον πρωταγωνιστικό ρόλο ήταν η πλέον κατάλληλη. Δείχνει να αφέθηκε στα χέρια του σκηνοθέτη του και με τη βοήθεια του μακιγιάζ και των ενδυματολογικών επιλογών μεταμορφώθηκε σε αυτό τον ιδιαίτερο χίπη περασμένων δεκαετιών. Στο ρόλο του ”Μεγαλοπόδαρου”, ο Τζος Μπρόλιν δείχνει πιο συγκρατημένος από ποτέ και να έχει αφομοιώσει την τραγικότητα του χαρακτήρα που ενσαρκώνει. Σε μικρότερους ρόλους συναντάμε τον Μπενίτσιο Ντελ Τόρο, τον όλο και καλύτερο πλέον από ταινία σε ταινία Όουεν Ουίλσον και τη Ριζ Γουίδερσπουν-η εντύπωσή μου είναι όμως ότι πολλές στιγμές τους κόπηκαν στο μοντάζ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το μυθιστόρημα στο οποίο βασίζεται η ταινία πέρα από μια αστυνομική ιστορία, διαθέτει και πολιτικές προεκτάσεις. Η κριτική στα μέσα ενημέρωσης και τις δημόσιες υπηρεσίες είναι έντονη, κάτι που δεν το βλέπεις στην ταινία. Γενικότερα, το βιβλίο διαθέτει μια πιο ρυθμική αφήγηση με ποικίλες αναφορές στη μουσική και τον κινηματογράφο. Κάτι τέτοιο λείπει απ’την ταινία αφού οι μουσικές επιλογές είναι εμφανώς πιο λίγες (τα θρυλικά σερφάδικα συγκροτήματα που πήγαν;) και ο ρυθμός όχι και τόσο γρήγορος-αν και σε καμία περίπτωση δεν φαίνονται ατελείωτες οι δυόμιση ώρες της.
Ο Πολ Τόμας Άντερσον προσπάθησε όλον αυτό το παραλογισμό της ιστορίας του Πύντσον να τον κάνει γήινο, να μην παίξει ιδιαίτερα με το μοντάζ και τα οπτικοακουστικά εφέ. Το αποτέλεσμα δεν είναι σε καμία περίπτωση άνευ αξίας αλλά νομίζω ότι σε πολλά σημεία η αφαιρετική σκέψη του σκηνοθέτη στέρησε από την ταινία εκείνη την τρέλα της δεκαετίας του ’60 που κυριαρχούσε σε κάθε παράγραφο του μυθιστορήματος.