Από μικρά παιδάκια στο σχολείο, οι δάσκαλοί μας, μάς μαθαίνουν την ιστορία της χώρας μας, δίνοντας τεράστια έμφαση στη λέξη «Δημοκρατία», λέγοντάς μας πως η Ελλάδα ήταν η «πρωθιέρεια» του ελεύθερου λόγου και της Δημοκρατίας. Μεγαλώνοντας, μαθαίνουμε για τη Βουλή, και πάλι μας λένε πως η Βουλή υπάρχει ώστε οι εκπρόσωποι του λαού (sic), οι 300 βουλευτές δηλαδή, να συζητάνε μεταξύ τους και να καταλήγουν στις πιο συμφέρουσες για τη χώρα αποφάσεις, ελεύθερα και δημοκρατικά. Εν τέλει, ενηλικιωνόμαστε, αποκτούμε το δικαίωμα της ψήφου και καλούμαστε να αποφασίσουμε τους ανθρώπους που θα βρεθούν στη Βουλή. Πώς; Μα φυσικά, πάλι ελεύθερα και δημοκρατικά, συνομιλώντας μεταξύ μας, εξετάζοντας κριτικά και πολύπλευρα την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας και παίρνοντας έτσι, μια αντικειμενική και άρα ορθή απόφαση –όσο αυτό είναι περισσότερο δυνατόν.
Πόσα από αυτά όμως αλήθεια συμβαίνουν στη χώρα μας; Η ελευθερία του λόγου είναι το λιγότερο σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα, εάν όχι παντελώς απούσα –ας μην γίνει ολότελα αφοριστική όμως. Από τα πιο απλά, έως τα πιο σύνθετα ζητήματα, για τα οποία καλούμαστε να συνομιλήσουμε με τον όποιο συνάνθρωπό μας, αυτή η συνομιλία, κρατάει μέχρι να ακουστεί κάποια γνώμη αντίθετη από τη δική μας. Και εκεί, που η αντίθετη γνώμη θα έπρεπε να είναι εφαλτήριο για προβληματισμό, έκθεση επιχειρημάτων και -γιατί όχι;- αποδοχή εσφαλμένης άποψης και οπτικής, καταλήγει να γίνεται το φιτίλι εντάσεων, καυγάδων και απαξίωσης της όποιας περεταίρω κουβέντας.
Να μιλήσουμε για τους πολιτικούς; Που όσες φορές μπει στη διαδικασία κάποιος να ανοίξει το κανάλι της Βουλής και να παρακολουθήσει συζητήσεις για οποιοδήποτε θέμα, με το που ακουστεί κάποια αντίθετη γνώμη από συνάδελφο βουλευτή, μέσα σε δέκα λεπτά το μέγιστο, έχει πιάσει πονοκέφαλος τον τηλεθεατή και απηυδισμένος κλείνει την ένταση ή και την τηλεόραση για να απαλλαγεί από τη βαβούρα ανθρώπων που μιλούν ολοένα και δυνατότερα, προσπαθώντας ο ένας να καπελώσει τον άλλο. Σαν κόκορες που διαγωνίζονται στο ποιος θα λαλήσει δυνατότερα..
Να μιλήσουμε για τα τηλεοπτικά παράθυρα, που φιλοξενούν σε εκπομπές ανθρώπους του χώρου; Εκεί που ξεκινάει ωραία και καλά κάποια συζήτηση για ένα θέμα, με το που ακουστεί η όποια αντίθετη γνώμη, αρχίζει μια ακατάσχετη πολυλογία και φλυαρία, ταυτόχρονη από τους συνομιλητές που διαφωνούν, με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνει κανείς τίποτα –πέρα από την παντελή απουσία αυτοσυγκράτησης και ευγένειας των συνομιλητών.
Ακόμη και στα social media, σε διάφορες σελίδες δηλαδή κοινωνικής δικτύωσης, ο καθένας μπορεί να γράψει μία γνώμη, και αμέσως να παρασημοφορηθεί με “likes” όταν αυτή η γνώμη είναι σύμφωνη με τους αναγνώστες της, ή να ξεκινήσουν προσβλητικά σχόλια όταν κάποιος διαβάσει φευγαλέα κατά τη διάρκεια του scrolling down της σελίδας, κάτι με το οποίο διαφωνεί. Και αρχίζει ξανά αυτό το παιχνίδι εξυπνάδας(;), που παραπέμπει σε νομικίστικη υπόθεση κατηγορίας-υπεράσπισης.
Το λοιπόν, τι θέλω να πω με όλα αυτά; Φυσικά σε καμία περίπτωση δεν εννοώ πως πρέπει να σταματήσουμε να διατυπώνουμε τη γνώμη μας. Ούτε και να εκφράζουμε την όποια αντίρρησή μας σε κάτι που βλέπουμε ή διαβάζουμε. Η βάση, ο θεμέλιος λίθος της δημοκρατίας, είναι ακριβώς η ανταλλαγή δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ ώ ν απόψεων στο πλαίσιο της πολιτισμένης συζήτησης. Αυτό που θέλω να πω, να παρακαλέσω, να ζητήσω, να προτρέψω όλους και όλες που διαβάζετε αυτές τις σειρές, είναι να διατυπώνετε τη γνώμη σας πάνω από όλα με επιχειρήματα. Δημοκρατικά, σε ήρεμους τόνους, με επιχειρήματα. Ακόμη κι αν είμαστε –και τον εαυτό μου φυσικά- εκνευρισμένοι, ή εάν θεωρούμε αυτό που ακούμε εξωφρενικό, τη στιγμή ακριβώς που θα αρχίσουμε να φωνάζουμε στον συνομιλητή μας, ακόμη και δίκιο εάν έχουμε, το χάνουμε αμέσως. Εάν όμως περιμένουμε να τελειώσει ο συνομιλητής μας αυτά που έχει να πει και εν συνεχεία απαντήσουμε με πραότητα, σύνεση και επιχειρηματολογία, τότε όχι μόνο θα εκφράσουμε τη γνώμη μας και θα καταδείξουμε το λάθος του όποιου μας μιλάει, αλλά θα το εκτιμήσει και ο ακροατής ειλικρινά, ορθά και συγκροτημένα χωρίς να τον ωθούμε στο πλησιέστερο φαρμακείο να αναζητεί ασπιρίνες ή στη χείριστη περίπτωση, να τον κάνουμε απλώς να μην ενδιαφέρεται για τη συζήτηση.
Και ξέρετε τι λένε… Όποιος έχει κάτι να πει, ακόμη και ψιθυριστά να το πει, θα ακουστεί. Όποιος όμως δεν έχει, έχει την ανάγκη να φωνάζει δυνατά, γιατί τα λόγια του είναι παντελώς αδύναμα.
Σκεφτείτε την ένταση της φωνής σας λοιπόν αλλά και του εκάστοτε συνομιλητή σας, την επόμενη φορά που θα κληθείτε να συμμετάσχετε σε κάποια συζήτηση.