Μια από τις βασικές διαφορές του παραμυθιού από τον μύθο είναι ότι ο δεύτερος δεν είναι εξ’ ολοκλήρου αποκύημα της φαντασίας, αλλά έχει έναν ιστορικό πυρήνα. Βασίζεται δηλαδή σε κάποιο πραγματικό περιστατικό το οποίο οι άνθρωποι, με το πέρασμα των χρόνων, το μεγαλοποίησαν ή το διαστρέβλωσαν, προκειμένου η διήγησή του να είναι πιο εντυπωσιακή και ενδιαφέρουσα.

Στη μυθολογία, οι Κένταυροι αναφέρονται ως μία φυλή τερατόμορφων όντων, τα οποία ήταν άνθρωποι κατά τον πάνω μισό κορμό και άλογα κατά τον κάτω μισό. Είχαν βίαιο και επιθετικό χαρακτήρα, πραγματοποιούσαν επιδρομές εναντίον των ανθρώπων και συγκρούονταν συχνά με αυτούς. Από την ιστορία είναι γνωστό πώς υπήρξαν νομαδικά έθνη έφιππων πολεμιστών, οι οποίοι περνούσαν τις περισσότερες ώρες της ημέρας επάνω στην σέλλα. Τέτοιοι ήταν π.χ οι Σκύθες, οι Σαρμάτες, οι Ούννοι και οι Μογγόλοι. Για τους τελευταίους μάλιστα λέγεται ότι δεν κατέβαιναν σχεδόν ποτέ από τα άλογά τους. Είναι πιθανό, κατά την Εποχή του Χαλκού, να κατοικούσε και στην Ελλάδα κάποια βαρβαρική φυλή έφιππων πολεμιστών. Καθώς λοιπόν βρίσκονταν σχεδόν συνεχώς πάνω στα άλογά τους, η φαντασία των μεταγενέστερων Ελλήνων τους μετέτρεψε τελικά σε υβρίδια, με χαρακτηριστικά ίππου και ανθρώπου.

Ένα άλλο μυθικό έθνος τεράτων ήταν οι Κύκλωπες, γιγαντόσωμοι άνθρωποι που είχαν ένα και μοναδικό μάτι στο μέτωπό τους. Μια ενδιαφέρουσα ερμηνεία για τον μύθο αυτών των πλασμάτων πρότεινε το 1914 ο Αυστριακός παλαιοντολόγος και βιολόγος Οθένιο Άμπελ. Σύμφωνα με την θεωρία του, κατά τα προϊστορικά χρόνια, νάνοι ελέφαντες ζούσαν σε πολλές περιοχές του μετέπειτα Ελληνικού κόσμου. Μία από αυτές ήταν και η Σικελία όπου, σύμφωνα με τον μύθο, κατοικούσαν οι Κύκλωπες. Οι Έλληνες έβρισκαν οστά και κρανία από νάνους ελέφαντες, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσαν, αφού το είδος αυτό είχε εξαφανιστεί πριν από χιλιάδες χρόνια. Έτσι, βλέποντας την μεγάλη ρινική κοιλότητα, στο κέντρο του κρανίου από όπου ξεκινούσε η προβοσκίδα, νόμιζαν ότι πρόκειται για κόγχη ματιού και πίστευαν ότι τα οστά ανήκαν σε γιγαντόσωμους μονόφθαλμους ανθρώπους. Οι Έλληνες δεν μπορούσαν εξάλλου να γνωρίζουν την ανατομία των ελεφάντων, αφού οι Ευρωπαίοι είδαν για πρώτη φορά αυτό το είδος ζώου κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Δέκα χρόνια πολιορκούσαν μάταια οι Έλληνες την Τροία. Τελικά, ύστερα από συμβουλή του Οδυσσέα, έφτιαξαν ένα τεράστιο κούφιο ξύλινο άλογο, τον Δούρειο Ίππο και στο εσωτερικό του κρύφτηκαν μερικοί πολεμιστές. Οι Τρώες πήραν την κατασκευή αυτή ως λάφυρο στην πόλη τους. Οι κρυμμένοι στρατιώτες βγήκαν τη νύχτα και άνοιξαν τις πύλες της Τροίας στους υπόλοιπους Έλληνες. Έτσι η πόλη αλώθηκε. Ίσως όμως, στην πραγματικότητα, τα πράγματα να εξελίχθηκαν διαφορετικά. Είναι γνωστό ότι την εποχή του Τρωικού Πολέμου, οι Ασσύριοι χρησιμοποιούσαν ξύλινες πολιορκητικές μηχανές μεγάλου μεγέθους, οι οποίες ήταν κούφιες και στο εσωτερικό τους κρύβονταν επιτιθέμενοι πολεμιστές. Το σχήμα αυτών των κατασκευών έμοιαζε, κατά κάποιον τρόπο, με ζώο. Είχαν «ράχη», «λαιμό», «πόδια» και κινούνταν πάνω σε τροχούς. Οι Ασσύριοι τους έδιναν ονόματα ζώων και τις κάλυπταν με βρεγμένα δέρματα αλόγου, για προστασία από φλεγόμενα βέλη. Είναι πιθανό ο Δούρειος Ίππος να ήταν τελικά κάποια παρόμοια πολιορκητική μηχανή.
Σύμφωνα με τον μύθο, ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνωας υποχρέωσε τους Αθηναίους να στέλνουν κάθε εννιά χρόνια εφτά νέους και εφτά νέες για να κατασπαραχθούν από τον Μινώταυρο, ένα πλάσμα με σώμα ανθρώπου και κεφάλι ταύρου. Ο Θησέας όμως σκότωσε το τέρας αυτό καταργώντας την τυραννία των Κρητών. Λίγα είναι γνωστά για την θρησκεία των Μινωιτών, η οποία παραμένει αρκετά σκοτεινή. Σίγουρα όμως η λατρεία του Ταύρου κατείχε κυρίαρχη θέση. Δεν αποκλείεται οι επτά νέοι και οι επτά νέες να προορίζονταν στην πραγματικότητα για ανθρωποθυσία σε κάποια ταυρόμορφη θεότητα της Κρήτης. Ο δε Θησέας ίσως ήταν κάποιος πολέμαρχος ο οποίος νίκησε τους Μινωίτες και απάλλαξε τους Αθηναίους από τον επαχθή φόρο που έπρεπε να πληρώνουν.