Απεχθάνομαι τα Χριστούγεννα, της Χριστίνας Καλογεροπούλου

Δημοσιεύθηκε

Όχι, ο τίτλος του κειμένου δεν είναι κάποια φάρσα ή κάποιος τρόπος για να προξενήσω το ενδιαφέρον στους αναγνώστες και να διαβαστούν οι λέξεις μου. Αναρωτιόμουν όλο το πρωί εάν πρέπει να γράψω καμιά συνταγή για κουραμπιέδες ή καμιά πρόταση για χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν για να είμαι και στο πνεύμα της εποχής, ή τούτο εδώ. Είπα να μείνω όμως στην αλήθεια, την αλήθεια μου. Έτσι κι αλλιώς είναι αργά να προτείνω μέρη για ρεβεγιόν χριστουγεννιάτικο. Ελάχιστα τραπέζια έχουν μείνει πλέον διαθέσιμα…

Όπως μου έλεγε σήμερα ένας φίλος, πρέπει να γράφουμε τις αλήθειες μας, να τις ξαναδιαβάζουμε, να τις αποθηκεύουμε, να κοιμόμαστε (sleep on it που λένε και οι Άγγλοι) και μόνο που ξέρουμε πως ανά πάσα στιγμή μπορούμε να τις στείλουμε στους αποδέκτες, ηρεμούμε. Συχνά, έχοντας βγάλει αυτές τις αλήθειες από μέσα μας, αλλάζουμε και γνώμη, τις διώχνουμε και καταλαβαίνουμε πως ήταν αλήθειες της στιγμής, όταν τις ξανακοιτάμε με καθαρό μυαλό. Και διορθώνουμε τις προτάσεις μας. Μακάρι.

Η απλή, ολοκάθαρη και διαυγής αλήθεια μου είναι πως φέτος μίσησα τις γιορτές, γιατί πρώτη χρονιά είχα την ηρεμία και τον χρόνο να τις κοιτάξω καταπρόσωπο. Κι αυτό το συναίσθημα με κάνει να αναρωτιέμαι εάν πάντοτε τις μισούσα και απλώς τώρα το συνειδητοποίησα. Δεν θέλω κανένας να μου πει φέτος χρόνια πολλά. Πόσο μάλλον να δω γραμμένες ευχές στον facebookικό τοίχο μου. Εντάξει, όσο πιο μεγάλο το νούμερο τόσο πιο πολύ θα χαϊδέψω τη ματαιοδοξία μου. Αλλά είναι τόσο ψυχαναγκαστικό να πεις σε μία άγνωστη που τυχαίνει να τη λένε Χριστίνα «χρόνια πολλά». Είναι τόσο αστεία τραγικό εάν το σκεφτεί κανείς. Εάν κάτσει και το συλλογιστεί για λίγο. Μπαίνουμε στην διαδικασία είτε να ευχηθούμε σε παντελώς άγνωστους, ευχές που εξ ορισμού προϋποθέτουν αγάπη (πώς δίνεις την ίδια αγάπη σε έναν άγνωστο από ότι σε έναν αγαπημένο σου;) είτε εάν είναι γνωστοί, απλώς τους ‘ξεπετάμε’ γιατί μας τρώνε τον χρόνο εάν τους πάρουμε κι ένα τηλέφωνο.

Κάτι άλλαξε φέτος μέσα μου. Νιώθω τόσο γκρινιάρα και εκνευριστικά θλιμμένη με όλη αυτή την υπερπροσπάθεια να μπούμε σε γιορτινή διάθεση, να εξαναγκάσουμε ή να παρακαλέσουμε γνωστούς, φίλους, έρωτες να περάσουμε μαζί τις δύο παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς γιατί «έτσι πρέπει», γιατί «έτσι συνηθίζεται». Ή με μία φράση, «να περάσουμε καλά». Είναι γιορτές, δεν μπορείς να μην περάσεις καλά! Πρέπει να διασκεδάσεις, πρέπει να βγεις έξω, πρέπει να πας σε μεγαλεπήβολα πάρτι και να λικνιστείς στους γιορτινούς ρυθμούς. Έτσι κάνουμε στην Ελλάδα γιορτές. Γιατί είμαστε Έλληνες γλεντζέδες κι ανοιχτόκαρδοι –κι ανοιχτοχέρηδες…

Έχω αρχίσει να συμπαθώ τον Εμπενίζερ Σκρούτζ επικίνδυνα γιατί ούρλιαζε ο άνθρωπος πως απεχθανόταν τα Χριστούγεννα με όλη του την ειλικρίνεια αλλά όλοι τον αγνοούσαν. Με το ζόρι έπρεπε να τα αγαπήσει. Μπήκε στη διαδικασία ολόκληρος ο ορατός κι ο αόρατος κόσμος πνευμάτων και ψυχών να του αλλάξει τη διάθεση. Με-το-ζό-ρι. Ε, όχι λοιπόν. Τις γιορτές τις έχουμε καταντήσει τόσο ψεύτικες και θλιβερές που αποτελεί κοροϊδία, υποκρισία, τραγελαφική ειρωνεία, το ότι κάθε χρόνο όλο και πιο υποκριτικά τις γιορτάζουμε. Κάθε χρόνο όλο και πιο μίζερα.

Έκανα μία βόλτα στην Αθήνα, το πρωί, δύο μέρες πριν το Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν και με έπιασε απελπισία. Άνθρωποι ψώνιζαν, φαγητά, κρέατα, μπαχαρικά, λογής λογής σαλατικά, όπως κάποτε πριν καμιά πενταετία ψώνιζαν τα αντισηπτικά τις εποχές του h1n1 ιού. Είχαν ακριβός το ίδιο ύφος. Πανικόβλητο, αγχωμένο, λες και έρχεται η συντέλεια του κόσμου. Λες και πρέπει να πάρουμε και αυτό, και εκείνο και το άλλο. Αδηφάγα και δυστυχισμένα. Γιατί στις γιορτές πρέπει να έρθουν οι συγγενείς και να κάνεις τραπέζια και να περάσετε καλά. Κι ας σιχτιρίζεις χαμηλόφωνα για τα έξοδα που θα σου στοιχίσουν. Κι ας οικτήρεις τον εαυτό σου που δεν σκαρφίστηκες κάποια αδιαθεσία γα να γλυτώσεις τις ετοιμασίες. Στα ταμεία ενός μαγαζιού, έπεσα πάνω σε τσακωμούς για τις χρεώσεις των προϊόντων. Έφυγα μακριά να μην τα ακούω.

Βρέθηκα στο Σύνταγμα. Θυμήθηκα πως πριν από καμιά εβδομάδα υπήρχαν πρόσφυγες από τη Συρία εκεί, που έκαναν απεργία πείνας για να ακουστούν τα αιτήματά τους. Για να ακουστούν, το τονίζω, το εάν θα γίνονταν δεκτά ήταν –και είναι- μια άλλη ιστορία. Όμως εκεί όπου ξάπλωναν, τώρα έχουν στηθεί σκηνές και καλλιτέχνες τραγουδούν. Η πλήρης υποκρισία –μετά μουσικής.. Όχι, ότι φταίνε αυτά τα νέα κυρίως παιδιά που προσπαθούν να διώξουν λίγο τη μουντίλα της εποχής. Κάποιοι σιωπηρά, όταν τελειώνουν τα κομμάτια τους, πράγματι πράττουν αντί απλώς να φλυαρούν μελωδικά. Εγώ ένιωσα απλώς πως έφταιγα, σαν μια σιωπηλή συνεργός.

Πέρασα κι από την πλατεία Κοτζιά. Ένιωσα την θλίψη ακόμα πιο έντονα. Σπιτάκια στημένα με ποικίλα χριστουγεννιάτικα αντικείμενα, μα κόσμο ελάχιστο. Ακουγόταν μία μουσική από κάποια παρακείμενα μεγάφωνα και γέλιο κάποιων παιδιών που χοροπηδούσαν στα φουσκωτά παιχνίδια. Λίγο πιο δίπλα μία κοπέλα παρακαλούσε για τη δόση της…

Πήγα να πάρω έναν καφέ. Δίπλα μου δύο κύριοι ανησυχούσαν για τις επερχόμενες (;) εκλογές. Έλεγαν πικρά «άντε να περάσουμε καλά φέτος γιατί ποιος ξέρει πού θα είμαστε του χρόνου». Περπατώντας, είδα μία οικογένεια με το μικρό τους κοριτσάκι να κλαίει γιατί δεν της πήραν ένα παιχνίδι. Αναρωτήθηκα εάν έκανα κι εγώ έτσι μικρή και αν όταν –και αν γίνω- μητέρα, θα μπορέσω να διδάξω στα παιδιά μου πως το χρήμα είναι μέσο και όχι αυτοσκοπός για την ευτυχία. Μισώ τις γιορτές που τις έχουμε συνδυάσει στο κεφάλι μας με χρήμα που θα ξοδέψουμε, κάτι που μας κάνει ολοένα και πιο μίζερους εάν δεν μπορούμε να το έχουμε και ολοένα και πιο ανικανοποίητους εάν το έχουμε και ακόμα και με αυτό δεν «περνάμε καλά».

Στο μετρό της επιστροφής, σκέφτηκα πως πλησιάζουν οι μέρες που λέμε κάλαντα. Και χάρηκα στη σκέψη πως θα μου χτυπήσουν γλυκά, μικρά παιδάκια, στρουμπουλά και ροδαλά, ντυμένα στα κόκκινα με κοτσίδες. Όπως γίνεται στις ταινίες. Αλλά θυμήθηκα πως κάθε τέτοια μέρα το μετρό πλημμυρίζει με παιδιά που ζητιανεύουν χτυπώντας παρακλητικά τα τρίγωνά τους και ένιωσα έναν κόμπο στον λαιμό…

Υπάρχουν τόσοι μα τόσοι λόγοι που απεχθάνομαι τις γιορτές. Δεν χωράνε να τους γράψω. Κι όμως, είμαι σίγουρη, πως ένας τόσο δα μικρός λογίσκος, ένα χαμόγελο, ή μια αγκαλιά, ή μία κουβέντα μπορούν να με κάνουν να τις αγαπήσω ξανά. Αυτό θα πει πνεύμα των Χριστουγέννων, και δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η ελπίδα πως κάτι ακόμα υπάρχει… Αυτή είναι η ευχή μου για το νέο έτος, κι ας με θλίβει αδικαιολόγητα το τέλος του παλιού.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα
άρθρα