Άλλο γνώμη κι άλλο γνώση. Και τα δύο όμως είναι υπέροχα, της Χριστίνας Καλογεροπούλου

Δημοσιεύθηκε

Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα παράταιρο. Μπορεί να σιωπά και ταυτόχρονα η σιωπή του να αντηχεί πιο δυνατά από τις νότες ενός καλοκουρδισμένου πιάνου. Είναι ικανός για τόσο υπέροχα δημιουργήματα κι όμως του χρειάζεται μονάχα μία στιγμή για να τα γκρεμίσει όλα και να σπείρει την καταστροφή.

Ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα που δεν μπορεί να μην έχει γνώμη, να μην σχηματίζει τις απόψεις του από κάθε τι που περνά μπρος από τις αισθήσεις του, από κάθε εικόνα, κάθε οσμή, από κάθε χαμόγελο ή βωμολοχία που θα ανταλλάξει, από κάθε λέξη που θα διαβάσει, ή που θα αρνηθεί να δει. Όλοι είμαστε άνθρωποι που έχουμε τη γνώμη μας, διαμορφωμένη από χιλιάδες μικροερεθίσματα.

Όμως ο άνθρωπος είναι κι ένα εγωπαθές δημιούργημα, που δεν μπορεί να βλέπει τριγύρω του διαφορετικές απόψεις που να παρεκκλίνουν έστω και λίγο από τη δική του. Κι ας είναι ο ίδιος ολάκερος μέσα στις αντιφάσεις. Κι ας μην έχει κατασταλλάξει στις δικές του τις απόψεις κι αποφάσεις. Κι ας μην έχει τις προαπαιτούμενες, εξειδικευμένες γνώσεις, πάνω στα ζητήματα που με στόμφο αναλύει. Πόσες φορές δεν έχουμε πιάσει, άραγε, τον εαυτό μας να διαφωνήσει μονάχα για να διαφωνήσει και να μην πνιγεί στην «ντροπή» της αποδοχής του ότι δεν γνωρίζει κάτι καλά, ή του ότι βιάστηκε να αποφασίσει, βιάστηκε να μιλήσει; Μα πάλι, ποιος είναι αυτός που θα κρίνει ποιος βιάστηκε και ποιος όχι; Και ποιος είναι εκείνος που θα αντιγυρίσει πως οι λέξεις του καθενός είναι λάθος, όταν αυτές οι λέξεις είναι η προσωπική άποψη, ζυμωμένη και διαμορφωμένη από ποικίλα βιώματα και καταστάσεις που οι αντιρρησίες συχνά δεν μπορούν καν να φανταστούν;

Βέβαια, είμαστε κι εγωπαθείς κι εκκεντρικοί κι ανυπόμονοι κι απόλυτοι. Κι αυτή η αδιαλλαξία είναι η δυστυχία και η μάστιγα για κάθετί διαφορετικό, για κάθετί υπέροχο και σπουδαίο που αρνούμαστε εξ αρχής να γνωρίσουμε γιατί μας ταρακουνά από τις ασφάλειές μας. Αρνούμαστε και αμυνόμαστε και αναπαράγουμε τα ήδη χιλιοειπωμένα, γιατί φοβόμαστε να συνθέσουμε νέες λέξεις, πηγαίες και ζωντανές. Φοβόμαστε μη και κάνουμε λάθος στους τόνους και στους χρόνους, μη και μας πουν «τι είναι αυτά που λες; Γύρισε πίσω στην γραμμή σου τη γνώριμη γιατί εάν κάνεις βήματα μπροστά θα σκοντάψεις και θα κλαις.» Κι εμείς σαν τα νήπια παιδάκια, δίχως μυαλουδάκι μήτε και θάρρος, επιστρέφουμε στα γνώριμα εδάφη, και χάνουμε το νέο φως που θα μας λούσει από φόβο.

Πολλοί θα βρεθούν σε κάμαρες σκοτεινές. Πολλοί θα ψιλαφίσουν τους τοίχους για να βρουν μια χαραμάδα φωτός. Λίγοι όμως θα αντέξουν να ανοίξουν τα παράθυρα. Κάποιοι θα πεισθούν πως χαραμάδες δεν θα’βρουν πια κι άλλοι θα χαμογελάσουν και θα ψιθυρίσουν «Δεν πειράζει, αύριο θα κοιτάξω έξω». Μα η ζωή χρειάζεται μία κλοτσιά στις ξύλινες σανίδες και βλέμμα σταθερό ευθύς με το που φανεί ο ουρανός. Χρειάζεται θάρρος για να εμφιλοχωρήσει η ομορφιά του σύμπαντος στην καρδιά του ανθρώπου. Γιατί ακόμα και μάτια, όλοι έχουμε. Μα καρδιά, αεικίνητη και τρυφερή, έτοιμη να δεχθεί κάθε καινούργια εικόνα και συναίσθημα, μονάχα λίγοι εκλεκτοί κατέχουν.

Γι’αυτό δεν θα σε ακούσω ανθρωπάκι φοβισμένο. Μακάρι να μπορούσα να αρπάξω τα τρία γραμματάκια σου και να σε μετατρέψω σε άνθρωπο αληθινό. Να με μετατρέψω πάνω από όλα, γιατί κι εγώ βουτώ στη μικρότητα συχνά. Εγώ να είμαι ο καθρέφτης σου και ψάχνω το ουράνιο χέρι να μου δώσει μία ώθηση να αποτινάξω τους υποκορισμούς και να γίνω όλα όσα εύχομαι να γίνεις κι εσύ, κι εσύ, κι εσύ. Μακάρι να γίνουμε όλοι Άνθρωποι κι όχι απλά ανθρωπάκια. Και θέλει θάρρος και θέληση και δύναμη πολλή. Μα περισσότερο, νομίζω, πως θέλει, γνώση και ταπεινότητα. Τα χέρια μας να μοιράζονται με άλλα χέρια το βάρος της ευθύνης των λέξεων. Γι’ αυτό, άνθρωπε, εύχομαι, να είσαι και να είμαι πάντα ανάμεσα σε ανθρώπους, να μιλάς, να συζητάς, να γίνεται σιγά σιγά μια φιγούρα δίχως υποκορισμούς. Λίγο λίγο κάθε μέρα να τους αποτινάζεις. Κι ας ξέρεις πως δεν θα μπορέσεις να τους αποδιώξεις όλους. Δεν θα μπορέσεις ποτέ σου να γνωρίσεις τα πάντα, ή να είσαι για το οτιδήποτε σίγουρος. Ούτε ακόμα και για τις απόψεις με τις οποίες πορεύεσαι και σχηματίζουν τα όρια της ύπαρξής σου.

Μονάχα όμως όταν θα καταλάβεις τι τυχερός που είσαι που μπορείς να ξεπεράσεις αυτά σου τα όρια, θα καταλάβεις την σπουδαιότητα του να είσαι άνθρωπος. Ακόμα κι όταν θα δειλιάσεις, ακόμα κι όταν θα θυμώσεις με όλους όσοι σου ταράζουν τις ισορροπίες σου, που πάλεψες τόσο να κατακτήσεις. Ω, άνθρωπε, να’ξερες τι τυχερός που είσαι, που μπορείς να αλλάξεις χίλια πρόσωπα και να μεταστρέφεις διαρκώς την ασχήμια αυτού του κόσμου. Είσαι τόσο τυχερός, ακόμα κι όταν κάπου κάπου η καρδιά σου πονά. Εάν πονά λόγω της αλλαγής, είναι ένας πόνος, ιδιαίτερος και ξεχωριστός, που δεν έχουν την ευκαιρία να τον νιώσουν όλοι. Μονάχα οι εκλεκτοί.

Ακολουθήστε μας στο Google News

Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα
άρθρα