Είναι κάποιοι, κατά τα άλλα γνωστοί, διεθνολόγοι και αναλυτές, οι οποίοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι η παρέμβαση [sic] του στρατού για την απομάκρυνση του μέχρι πρόσφατα Προέδρου, Μοχάμεντ Μόρσι, δεν ήταν αντιδημοκρατικό πραξικόπημα, αλλά ανταπόκριση στο αίτημα του λαού. Αυτή είναι μια εντελώς διαστρεβλωμένη και επικίνδυνη άποψη, η οποία έχει σχέση με τη γενικότερη αντίληψη των συγκεκριμένων περί του τί εστί κράτος, πολιτική και κοινωνία.
Ο λόγος για τα παραπάνω έγκειται στο εξής: ο στρατός, ο οποίος έπαυσε τον Πρόεδρο Μόρσι, παρά τον συνταγματικό του ρόλο ως προστάτη των θεσμών του κράτους και της εθνικής ασφάλειας, δεν μπορεί – και δεν πρέπει – να είναι ο εκφραστής των μαζών, παρά τη στήριξη του στρατού από ένα μέρος της κοινωνίας και παρά το πόσο χαροποίησε τους αντι-Μόρσι διαδηλωτές το «δημοκρατικό πραξικόπημα». Είναι, δηλαδή, απλό: δεν γίνεται, τη στιγμή που η εκλεγμένη κυβέρνηση, του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ελευθερίας (της Μουσουλμανικής Αδελφότητας), απονομιμοποιείται λόγω των διαδηλώσεων, να νομιμοποιείται η παρέμβαση του στρατού, ο οποίος δεν έχει εξουσιοδοτηθεί από κανένα παρά μόνο από τον εαυτό του.
Παράλληλα, εξ ορισμού, δεν μπορεί ένα πραξικόπημα να είναι «δημοκρατικό». Ένα λεξικό για παράδειγμα αναφέρεται στο πραξικόπημα ως «αιφνιδιαστική και δόλια ενέργεια» ή «δυναμική πολιτική ή στρατιωτική ενέργεια που καταλύει το σύνταγμα μιας χώρας.»* Δηλαδή, ακριβώς αυτό που έπραξε ο αιγυπτιακός στρατός. Επιπλέον, στο ίδιο λεξικό, ο «δημοκρατικός» αναφέρεται ως «ο απλός στους τρόπους, ο προς όλους καταδεκτικός.»** Πώς γίνεται λοιπόν, κάτι δόλιο, αιφνιδιαστικό, το οποίο γίνεται με εξαναγκασμό (στρατιωτική ισχύς), και δεν είναι από όλους αποδεκτό, να είναι δημοκρατικό; Είναι απλό, δεν μπορεί.
Ας το δούμε όμως και πολιτικά. Μια κοινωνία οργανωμένη στα πλαίσια ενός κράτους, χωρίζεται σε ελίτ και μάζες. Οι μάζες έχουν τις δικές τους διαβαθμίσεις, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση, όχι και τόσο σχετική με την παρούσα. Ανάλογα, λοιπόν, με το πολιτικό σύστημα που διέπει το κράτος, οι μάζες εκφράζονται λιγότερο ή περισσότερο από τις πολιτικές ελίτ. Αν το κράτος είναι δημοκρατικό, με διαφανείς διαδικασίες, εκλογές, λειτουργικούς θεσμούς, κτλ., τότε οι πολιτικές ελίτ εκφράζουν το μεγαλύτερο μέρος των μαζών, ενώ μέσα από τους θεσμούς του κράτους και τις πολιτικές λαμβάνονται υπόψη και – τουλάχιστον βασικά – ζητήματα που απασχολούν το μέρος των μαζών που έχει διαφορετική άποψη από τις ελίτ. Ομολογουμένως, υπάρχουν διάφορα είδη δημοκρατίας καθώς και διαφορετικοί ορισμοί για το τι είναι δημοκρατία, αλλά και πάλι αυτό είναι μια διαφορετική συζήτηση. Εάν το κράτος είναι απολυταρχικό, τότε οι πολιτικές που υιοθετούνται από τις πολιτικές ελίτ, ως επι το πλείστον, επιβάλλονται εκ των άνω χωρίς να προηγηθεί κοινωνικός και πολιτικός διάλογος.
Αν δεχτούμε την πιο πάνω – απλοϊκή – παράσταση, τότε γίνεται καταρχήν αντιληπτό ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ελευθερίας ήταν αυτό που – τυπικά τουλάχιστον – έχαιρε της νομιμοποίησης ως κυβερνών κόμμα. Από την άλλη πρέπει να παραδεχθούμε ότι η κυβέρνηση των αδελφών Μουσουλμάνων δεν διοικούσε με βάση τα θέλω ολόκληρης της κοινωνίας. Αντιθέτως, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των Αιγυπτίων ήταν αντίθετο στις πολιτικές της. Ωστόσο, η κυβέρνηση συνέχισε να έχει την υποστήριξη της υπόλοιπης κοινωνίας. Αυτό μας φέρνει στο εξής αρχικό συμπέρασμα: Ακόμα και οι δημοκρατικά εκλεγμένες πολιτικές ελίτ δεν ασκούν πάντα πολιτική που να ανταποκρίνεται στα αιτήματα του λαού (κατ’ ακρίβεια αυτό συμβαίνει σπάνια), πόσο μάλλον οι μη εκλεγμένες. Αυτό συμβαίνει για δύο βασικούς λόγους: 1) έχουν τα δικά τους (αστικά) συμφέροντα τα οποία δεν συμφωνούν με αυτά των μαζών, και, 2) υπόκεινται σε πιέσεις από διάφορα σύνολα συμφερόντων (όπως ιδιωτικές οικονομικές ελίτ) για την υιοθέτηση κάποιων πολιτικών οι οποίες και πάλι δεν αφορούν τα συμφέροντα της ευρύτερης κοινωνίας.
Άρα λοιπόν, η σύγκριση Μουσουλμανικής Αδελφότητας και Στρατού γίνεται περίπλοκη και σχετική, λόγω της δημοκρατικής υποκειμενικότητας που χαρακτηρίζει τις πολιτικές των δημοκρατικά εκλεγμένων ελίτ. Όμως γίνεται παράλληλα εμφανές ότι οι στρατιωτικές ελίτ δεν έχουν καμία σύνδεση (πέραν της ιστορικής και της ιδεολογικής) με τις μάζες της κοινωνίας. Συνεπώς, είναι πολύ αφελές να πιστεύει κάποιος ότι ο στρατός επενέβη για να επαναφέρει την τάξη και την δημοκρατία, απλά επειδή υπήρξαν μαζικές αντι-κυβερνητικές διαδηλώσεις. Κάθε άλλο. Οι μη σχετιζόμενες με τα συμφέροντα των μαζών ελίτ, έπραξαν ανάλογα με το δικό τους συμφέρον το οποίο ήταν υπό την άμεση απειλή των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης του Μοχάμεντ Μόρσι. Μεταξύ άλλων, οι μεταρρυθμίσεις στόχευαν στην παράκαμψη του στρατού και στον περιορισμό των εξουσιών του, ούτως ώστε το ίδιο το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ελευθερίας να ενισχύσει την εξουσία του.
Το ότι το πραξικόπημα χαιρετίστηκε από κάποια τμήματα της κοινωνίας δεν δείχνει ότι αυτό γίνεται ευρέως αποδεκτό σαν πρακτική, αλλά ότι ο στρατός βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία και αφορμή, για να επέμβει και να διαφυλάξει τα συμφέροντά του. Ακόμα και σε αντίθετη περίπτωση, το πραξικόπημα δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αφού η νομιμοποίησή του δεν θα μπορούσε να αποδειχθεί. Από την άλλη, ο μεγάλος ενθουσιασμός στην Αίγυπτο, δεν σχετίζεται με τον τρόπο μέσω του οποίου ο Μόρσι απομακρύνθηκε, αλλά με την απομάκρυνσή του αυτή καθ’ αυτή. Επίσης, η παρέμβαση του στρατού δεν εξασφαλίζει απαραίτητα ένα δημοκρατικό μέλλον, ούτε συνεπάγεται το τέλος της δικτατορικής κυριαρχίας του στρατού. Υπό αυτό το πρίσμα, φαίνεται ότι ως ένα βαθμό επαναλαμβάνεται αυτό που συνέβη με την απομάκρυνση του Χόσνι Μουμπάρακ το 2011, όπου ο λαός είχε χαρεί χωρίς όμως να δίνει έμφαση στην πολιτική υφή της επόμενης μέρας, αλλά μόνο στο πρόσωπο του Μουμπάρακ. Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι σήμερα, δύο χρόνια μετά, οι κοινωνικές μάζες της Αιγύπτου είναι πολύ πιο πολιτικοποιημένες και συνειδητοποιημένες ως προς το τί θέλουν και τί δικαιούνται.
Τελικά, φαίνεται ότι «δημοκρατικό πραξικόπημα» δεν μπορεί να υπάρξει, είτε το δει κανείς από τη σκοπιά της ερμηνείας των όρων, είτε από τη σκοπιά του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου. Συνεπώς, οι διάφοροι που διατείνονται ότι αυτό το πραξικόπημα ήταν δημοκρατικό, πρέπει να αναλογιστούν λίγο τι μέλλον συνεπάγεται κάτι τέτοιο για το λαό της Αιγύπτου, αλλά και να αναθεωρήσουν, ίσως, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται και προσεγγίζουν την πολιτική και τη σχέση της με την κοινωνία. Και αυτό διότι η πολιτική είναι η σύγκρουση των συμφερόντων διαφόρων ομάδων (άλλων μικρότερων και άλλων μεγαλύτερων). Αυτά τα συμφέροντα δεν πρέπει να εξισώνονται και να συγχέονται – κάτι τέτοιο αποτελεί μεθοδολογικό, πολιτικό και ουσιαστικό λάθος.
*Τεγόπουλος-Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό, Εκδόσεις Αρμονία, 1997, Αθήνα, σ.632.
**Οπ.π., σ.191