Έχει κότσια αυτή η Σαρλίζ. Και σε κάθε περίπτωση ακομπλεξάριστη και με όρεξη για εκείνο που λέμε τέχνη της υποκριτικής. Είναι από εκείνες που όχι μόνο δέχονται να τσαλακώσουν το είδωλό τους για χάρη του ρόλου αλλά το επιδιώκουν κιόλας.
Ας μην ξεχνάμε ότι το Όσκαρ της η Σαρλίζ το κέρδισε το 2004 με την ερμηνεία της στην ταινία Monster- όπου είχε εξωτερικώς και εσωτερικώς μετατραπεί σε ένα τέρας. Ο διευθυντής φωτογραφίας εκείνης της ταινίας, Steven Bernstein, μου έλεγε τον προηγούμενο Οκτώβριο στα σεμινάρια που έδινε στη Σύρο το πόσο δύσκολο ήταν για εκείνον να μετατρέψει με τη βοήθεια των φωτισμών του μια από τις πιο όμορφες γυναίκες του πλανήτη, σε μια τερατώδη σίριαλ κίλερ- και με τη δική της επίμονη παρότρυνση, φυσικά. Σάμπως λιγότερη ψυχούλα έβαλε η Σαρλίζ σε ταινίες δράσης όπως το Mad Max και το παραγνωρισμένο Atomic Blonde; Υπηρέτρια της τέχνης και των κανόνων του εκάστοτε είδους.
Στην Tully βρισκόμαστε πάλι ενώπιον μιας μεταμόρφωσης της ηθοποιού. Υποδύεται μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, μάλλον παραιτημένη, με τάσεις μελαγχολίας και τρία παιδιά- το ένα στα σπάργανα. Η σεναριογράφος Ντιάμπλο Κόντι (Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου το 2008 για την ταινία Juno) έχει σκαρφιστεί έτσι τον πρόλογο της ταινίας ώστε η πρώτη εικόνα που βλέπουμε είναι η κοιλιά της ηρωίδας- μια υπέρβαρη από την εγκυμοσύνη γυναίκα να εισέρχεται στο δωμάτιο του γιου της. Όσο προχωρά η ταινία θα μάθουμε ότι ο γιος της έχει προβλήματα υπερκινητικότητας, είναι σχεδόν αυτιστικός (η ψυχρή αντιμετώπιση αυτών των παιδιών από τα εκπαιδευτικά ιδρύματα στηλιτεύεται μέσα από τον προσεγμένο β’ ρόλο τη διευθύντριας). Με τον ερχομό του καινούριου μωρού η καθημερινότητα θα γίνει πιο αφόρητη για την πρωταγωνίστρια με τον άνδρα της να λείπει πολλές ώρες στη δουλειά και την ίδια να οδηγείται σχεδόν στην τρέλα (επιλόχειος κατάθλιψη προ των πυλών;). Πάνω εκεί αποφασίζει να δεχτεί να προσλάβει την Tully, μια νυχτερινή νταντά για το μωρό (όπως της είχε προτείνει πιεστικά ο αδερφός της) με την οποία σταδιακά θα έρθουν πιο κοντά ενώ στο τελευταίο μέρος σε σκηνικό νοσοκομείου αποκαλύπτεται κάποιο μυστικό που ολοκληρώνει το ψυχογράφημα της κεντρικής ηρωίδας και επιβεβαιώνει κάποιες υποψίες που μας έχουν γεννηθεί.
Καθώς η σεναριογράφος έχει συνεργαστεί στο παρελθόν με τον υποψήφιο για τέσσερα Όσκαρ σκηνοθέτη Τζέισον Ράιτμαν, βλέπουμε στην Tully ότι η συνεργασία μεταξύ τους βγάζει μια τέτοια αρμονία που σχεδόν ο ένας συμπληρώνει τον άλλο. Παρά το γεγονός ότι είναι από τις ταινίες που παρασύρουν το θεατή περισσότερο με το διάλογο και το μύθο τους, ο Ράιτμαν εδώ εκείνο που είχε να πετύχει (το καταφέρνει, εν τέλει τόσο αυτός όσο και η πρωταγωνίστριά του με τη χαμελαιόντεια ερμηνεία της) ήταν το να μας μεταφέρει την ψευδαίσθηση πως ό, τι συμβαίνει στην ηρωίδα από τη γέννα και μετά είναι απολύτως ρεαλιστικό ενώ στην πραγματικότητα η ψυχοσύνθεσή της είναι περισσότερο διασαλευμένη απ’ όσο νομίζουμε.
Η Ντιάμπλο Κόντι έχει προσέξει πολύ στο πώς να μας μεταφέρει τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στη λεχώνα και τη νυχτερινή νταντά. Μια νεαρή γυναίκα με τη μορφή της Μακένζι Ντέιβις (πολύ καλή η χημεία με τη Σαρλίζ, φαντάζομαι θα έπεσαν άπειρες πρόβες), από εκείνες τις σύγχρονες νταντάδες, τις σπουδαγμένες και με επαναστατικό τρόπο σκέψης. Καθότι είναι ένα φιλμ που δεν επιδιώκει τη σοβαροφάνεια, το χάσμα των γενεών όπως επίσης και η υπολανθάνουσα ομοφυλοφιλία μεταξύ των δύο γυναικών δίδονται με αρκετό χιούμορ- αρκεί κανείς να δει σκηνές όπως εκείνη όπου η νταντά καταφτάνει τη στιγμή όπου η μητέρα παρακολουθεί στην τηλεόραση ένα reality show για τη ζωή των ζιγκολό ή εκείνη όπου η Tully μεταμορφώνεται στη νεανική φαντασίωση του πάτερ φαμίλια. Σαν θέατρο του παραλόγου.
Από την άλλη, η δουλειά που έχει γίνει στους υποστηρικτικούς ανδρικούς χαρακτήρες δεν ενθουσιάζει (πιθανόν διότι συνειδητά το σενάριο δίνει βάση περισσότερο στους γυναικείους χαρακτήρες) . Σύζυγος και αδερφός της ηρωίδας παρουσιάζονται πιο αδρά σχεδιασμένοι- εύκολα φεμινιστικά σχόλια μπορούν να προκύψουν από αυτούς- και δίχως μεγάλες σκηνές που να τους ολοκληρώνουν. Παρόλα αυτά οι σκηνές στην κρεβατοκάμαρα με το Ρον Λίβινγκστον αιχμαλωτίζουν κάτι από την καθημερινότητα των σημερινών ζευγαριών, την απουσία ουσιαστικής επικοινωνίας, με τον καθένα καθηλωμένο μπροστά από τη δική του οθόνη, τη δική του κοσμάρα.
Εν ολίγοις, και μόνο το όνομα της σεναριογράφου είναι ικανό να προετοιμάσει το θεατή ότι δεν θα δει μια απολύτως συμβατική ταινία σχετικά με τη μητρότητα ενώ δεν γίνεται να μη θαυμάσει τη βουτιά που επιχειρεί να κάνει η Σαρλίζ Θερόν (η γενναιότητα της οποίας δεν είναι απίθανο να τραβήξει την προσοχή της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, είτε βρεθεί τελικά η Θερόν με υποψηφιότητα είτε όχι) στον ψυχολογικό κόσμο μιας τέτοιας μητέρας.