Είναι εκείνη η λέξη που τριγυρνούσε στο μυαλό μου καθ’ όλη τη διάρκεια της προβολής της τελευταίας ταινίας του Παντελή Βούλγαρη. Η Λεβεντιά. Η λεβεντιά των 200 κομμουνιστών που την 1η Μαΐου του 1944 εκτελέστηκαν στην Καισαριανή από το καθεστώς των Ναζί.
Ο σκηνοθέτης μερικών από των πιο πετυχημένων εμπορικά αλλά και καλλιτεχνικά ταινιών του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου (Πέτρινα Χρόνια, Ψυχή Βαθιά, Μικρά Αγγλία) ήθελε μέσα από αυτή την ταινία να αποτίσει το δικό του φόρο τιμής σε ανθρώπους που μέχρι το τέλος της ζωής τους έμειναν αφοσιωμένοι στα υψηλά ιδανικά τους, που όσο κι αν αγαπούσαν τη ζωή, τις γυναίκες, τα εγγόνια τους δεν δείλιασαν και ενωμένοι με μια ψυχή όλοι μαζί, λεβέντικη ψυχή, στάθηκαν απέναντι στα μυδραλιοβόλα των κατακτητών.
Και φυσικά όλα αυτά το Τελευταίο σημείωμα μας τα αφηγείται με τη γλώσσα του σινεμά, με την Ιωάννα Καρυστιάνη να συνεργάζεται στο σενάριο και τελικά αυτό να είναι περισσότερο κινηματογραφικό από οποιοδήποτε άλλο έχει συνυπογράψει με το σύζυγό της. Με την αφήγηση να ρέει, να κορυφώνεται σε σημεία, τις λεπτομέρειές της να βεβαιώνουν την επίπονη μελέτη της εποχής και των μαρτυριών και εν τέλει να μας κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τελευταίο πλάνο.
Στο επίκεντρο βρίσκεται η ιστορία του Ναπολέοντα Σουκατζίδη που ήδη από το 1937 βρίσκονταν φυλακισμένος στις φυλακές της Ακροναυπλίας για να μεταφερθεί από εκεί στα Τρίκαλα, τη Λάρισα και τελικά το Σεπτέμβρη του 1943 στο Χαϊδάρι. Υπήρξε γλωσσομαθής και γι’ αυτό ήταν διερμηνέας του διοικητή Καρλ Φίσερ, κάτι που δημιούργησε τριβές μεταξύ του Ναπολέοντα και κάποιων συγκρατουμένων του που δεν γνώριζαν ότι εκείνος είχε πάρει εντολή από το Κόμμα να παραμένει σε αυτό το πόστο. Οι 200 εκτελέστηκαν ως αντίποινα για την δολοφονική ενέδρα του ΕΛΑΣ στον υποστράτηγο Φράντς Κρεχ στους Μολάους. Ο Ναπολέοντας θα διαβάσει τη λίστα με τα ονόματα. Μέσα σε αυτά και το δικό του. Ο Φίσερ θα του προτείνει να εκτελεστεί άλλος στη θέση του. Ανένδοτος. Παλικάρι. Πατερούλη, πάω για εκτέλεση.
Αν είναι ένα ακόμη στοιχείο στο οποίο ευτυχεί το φιλμ του Βούλγαρη, αυτό είναι η επιλογή στους ηθοποιούς της. Από το πώς διαχειρίστηκε τους τόσους κομπάρσους μέχρι τον Ανδρέα Κωνσταντίνου και τον Αντρέ Χένικε που έχουν και τους δυο πρωταγωνιστικούς αντρικούς ρόλους. Οι στιχομυθίες τους είναι γεμάτες από την κόντρα που φυσικά υποβόσκει μεταξύ τους, το θαυμασμό του ναζιστή διοικητή για το λαμπρό μυαλό του Σουκατζίδη (ίσως και με κάποιες ομοφυλοφιλικές τάσεις διότι ο Έλληνας κομμουνιστής, λέει, του θυμίζει κάποιον που τον έμπασε στο ναζισμό) και τη στωική παραδοχή του Σουκατζίδη ότι συνεχώς η ζωή του κρέμεται από μια κλωστή. Και πώς το βγάζει αυτό και στο ρόλο και στα μάτια του ο Ανδρέας Κωνσταντίνου πρέπει να το δει κανείς για να καταλάβει πόσο αφοσιωμένος ηθοποιός είναι αυτός.
Κοντά σε όλα αυτά είναι άξια συγχαρητηρίων η δουλειά που έγινε στην παραγωγή, στο μοντάζ που είχε να διαχειριστεί και κάποιες δευτερεύουσες ιστορίες (δευτερεύουσες δραματουργικά πάντα) και πώς τις δένει χωρίς να μας αποσπάται η προσοχή από την κυρίως πλοκή, στη φωτογραφία του Σίμου Σαρκετζή που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τις αντίστοιχες ξενόγλωσσες ταινίες που αναφέρονται στην περίοδο, όπως επίσης και στη μουσική του Αλέξανδρου Βούλγαρη, ενός άψογου γνώστη της μουσικής και του σινεμά που εδώ κινείται σε κάτι διαφορετικό από ο, τι έχει κάνει ως The Boy.
Όπως τόνισε και η Ιωάννα Καρυστιάνη μετά τη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας, πρόκειται για σινεμά και όχι για μεταπτυχιακό στην ιστορία. Γι’ αυτό και λογικό είναι να υπάρχουν κάποια λάθη (παραδέχτηκε ένα από αυτά ο Βούλγαρης, σχετικό με κάποιο βασανιστήριο). Σε κάθε περίπτωση είναι ένα φιλμ που θέλει να απευθυνθεί στο μεγάλο κοινό, θέλει να διατηρήσει ζωντανή τη μνήμη εκείνων που ένα βράδυ πριν την εκτέλεσή τους έστησαν γλέντι αντρίκιο (η καλύτερη σκηνή της ταινίας), εκείνων που δευτερόλεπτα πριν χτένισαν τα μαλλιά τους, πέταξαν πέρα την τσατσάρα και φώναξαν στον κατακτητή: Χτενίστε μου, τ’ αρχίδια. Κι όμως, υπήρξαν κάποτε άντρες που μίλησαν έτσι μπροστά στο Θάνατο.