«Τον φανατικό δεν τον ενδιαφέρει τίποτα. Αυτός ξέρει όλες τις απαντήσεις και δεν θέλει να ακούει ερωτήσεις. Δεν έχει ερωτήσεις, ξέρει όλες τις απαντήσεις». Όταν προχωρούσε σε αυτήν την περιγραφή του φανατικού, ο Άμος Όζ σίγουρα δεν είχε κατά νου τον Άδωνι Γεωργιάδη. Άλλωστε και το σχετικό βιβλίο του «Πως να θεραπεύουμε έναν φανατικό» γράφτηκε με άλλη αφορμή και όχι για τις περιπέτειες του υπουργού Υγείας. Εν τούτοις, έστω κι εκ των υστέρων, ο άνθρωπος που αυτό το χρονικό διάστημα αποτελεί το αγαπημένο κυβερνητικό στέλεχος των media, αποδεικνύεται ο φανατικότερος των φανατικών. Τόσο ως αντιπολιτευόμενος όσο και ως υπουργός, ο Άδωνις Γεωργιάδης έχει απαντήσεις για όλα, έστω κι αν αυτές διαφέρουν ανάλογα με τη θέση του εδράνου που καταλαμβάνει στη Βουλή.
Από τότε που εξειδικευόταν στις τηλε-πωλήσεις βιβλίων… αποκαλύπτοντας όλα τα μυστικά του αρχαίου ελληνικού κόσμου, μέχρι σήμερα που εμφανίζεται ως άλλος σουπερ-ήρωας που θ’ αναμορφώσει το χώρο της υγείας… τετραγωνίζοντας τον κύκλο, δείχνοντας δηλαδή πως περικόπτοντας διαθέσιμους πόρους αναβαθμίζεις τις παρεχόμενες υπηρεσίες, ο Γεωργιάδης μοιάζει να διαθέτει το «μυστικό» της γνώσης. Ατακαδόρος και με αναπτυγμένη κοινωνική ευφυΐα, φωνακλάς, εριστικός, κοντά στην «κοινή λογική», απλός στην έκφραση και λάτρης των κλισέ, γνώστης των κανόνων της κάμερας, με λίγα λόγια ιδανικό τηλεοπτικό πρόσωπο. Τα υπαρκτά επικοινωνιακά χαρίσματά του, συνδυασμένα με την άνεσή του να βγαίνει «μπροστά», εμφανίζοντας εαυτόν απόλυτα σίγουρο για ό,τι κάνει, τον ανάγουν σε πρωταγωνιστή του κυβερνητικού στρατοπέδου. Εξάλλου, το πέρασμά του στο μνημονιακό στρατόπεδο, πολύ πριν την αντίστοιχη κίνηση του Αντώνη Σαμαρά και της ΝΔ, του επιτρέπει να κινείται από θέση ισχύος.
Πέρα από τα παραπάνω προσόντα όμως, τα οποία θ’ αρκούσαν για κάποια καριέρα στη μικρή οθόνη, αν και στην Ελλάδα λογίζονται και ως διαπιστευτήρια για υπουργική καριέρα, εκείνο που ξεχωρίζει τον Άδωνι Γεωργιάδη είναι η αίσθηση παντογνωσίας, η απόλυτη βεβαιότητά του για την ορθότητα των απόψεών του, η εμμονική πίστη που χει στον εαυτό του, η σιγουριά του ότι μπορεί να κατατροπώσει τον οποιοδήποτε. Με άλλα λόγια, εκείνο που διακρίνει τον υπουργό Υγείας είναι ο φανατισμός του. Σε μία έκρηξη ναρκισσισμού, πρόλαβε να πιστωθεί τις απολύσεις στον ΕΟΠΥΥ, ώστε να μην καρπωθεί τη δόξα ο Πολ Τόμσεν. Τις απολύσεις βέβαια, για τις οποίες το καλοκαίρι στοιχημάτιζε ότι δεν θα γίνουν. Όμως είπαμε, κριτήριό του είναι η βεβαιότητά του για τη γνώση όλων των απαντήσεων, είτε συνδιαλέγεται με γιατρούς είτε με νοσηλευτές. Κι αν χρειαστεί ν’ αλλάξει τις απαντήσεις, πάλι δεν προβληματίζεται, καθώς μέτρο της εγκυρότητας των λόγων του είναι ο ίδιος ή, καλύτερα, τα στοιχήματα που βάζει.
Παρότι συχνά επικαλείται τη Θεία βοήθεια, όπως τότε που ζητούσε από τους πολίτες να κάνουν το «σταυρό» τους για να περάσει ένα πακέτο μνημονιακών μέτρων, είναι αμφίβολο εάν για εκείνον υπάρχει θεραπεία. Σε κάθε περίπτωση όμως, γιατί κι αυτή η βεβαιότητά του δεν είναι «αθώα» ως προς τη μεροληψία της, όντας τόσο σίγουρος για τις απαντήσεις του, έχει επιτύχει ο ευτελισμός της υγείας ως αγαθού να θεωρείται απλά γραφική συμπεριφορά. Έτσι, η πίστη μπορεί να μην τον σώσει από το φανατισμό του, μια άλλη «πίστη» όμως, εκείνη στην ιδιωτική ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, χάρη σε αυτόν, εμφανίζεται ως η θεραπεία για το σύστημα υγείας. Στο τέλος όμως, ποιος θα θεραπεύσει εμάς από τα δεινά των φανατικών;