Η καινούρια ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ που φαίνεται να είναι και πάλι σε φόρμα. Ούτως ή άλλως υπήρξε πάντοτε ένας καλός παραμυθάς. Ακόμα και αν στο The Post δεν έχεις να βρεις κάποιο κινηματογραφικό επίτευγμα, δηλαδή κάποια φρέσκια ματιά πάνω στο είδος του πολιτικού θρίλερ, δεν μπορείς σε καμία περίπτωση να παραβλέψεις ότι τόσο μερακλής που είναι ο Σπίλμπεργκ ανατρέχει στις ρίζες του, στο σινεμά της δεκαετίας του ’70 και σε σκηνοθέτες όπως ο Άλαν Πάκουλα που σημάδεψαν το είδος («Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου»).
Είναι πολύ σημαντικό σε καιρούς όπως αυτοί που διανύουμε, να υπάρχουν ακόμη εκείνοι που αγαπούν το κλασικό. Και δη το κλασικό γράψιμο. Το γράψιμο σε αυτή την ταινία δεν είναι του ίδιου του Σπίλμπεργκ αλλά των Τζος Σίνγκερ και Λίζ Χάνα. Ο πρώτος- να θυμίσουμε ότι- μαζί με τον Τομ ΜακΚάρθι είχαν κερδίσει το Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου το 2016 για τη δουλειά τους σε μια αντίστοιχου ύφους ταινία, το Spotlight. Από τον πρόλογο κιόλας- μας βουτάει στο Βιετνάμ- μας έχει σε αγωνία και σταδιακά μας συστήνει τους κεντρικούς ήρωες και ξεδιπλώνεται το δράμα σε όλο του το μεγαλείο.
Διότι το δράμα τοποθετείται στα 1971 και αφορά στην ιστορία της εκδότριας της Washington Post Κέι Γκράχαμ- πρώτη γυναίκα εκδότρια στην Αμερική- και του δημοσιογράφου Μπεν Μπράντλι που καλούνται να πάρουν την απόφαση της δημοσίευσης ή όχι των αναλυτικών εκθέσεων του Πενταγώνου σχετικά με τις σχέσεις Αμερικής και Βιετνάμ από το 1945 μέχρι το 1967 (είχε προηγηθεί μια πρώτη δημοσίευση από τους The New York Times οπότε η Post έχοντας περισσότερο υλικό στην κατοχή της έπρεπε να δειχθεί ανταγωνιστική). Αυτά τα έγγραφα που είχε υποκλέψει υπάλληλος της κυβέρνησης απεδείκνυαν ότι οι αμερικανικές κυβερνήσεις εξαπατούσαν το λαό με ψευδείς πληροφορίες για να συνεχίζουν τον πόλεμο στο Βιετνάμ ενώ βομβάρδιζαν ακόμη την Καμπότζη και το Λάος. Το ενδιαφέρον με το γράψιμο του σεναρίου είναι ότι μέσα από την αφήγηση αντιλαμβανόμαστε το πώς η Washington Post εξελίχθηκε σε αντίπαλο δέος των New York Times, χάρη στην αποφασιστικότητα των δύο αυτών ανθρώπων να αναδείξουν την αλήθεια- ακόμα και με το κόστος να έχουν απέναντί τους την ίδια την κυβέρνηση Nίξον. Είναι η περίοδος που οι δημοσιογράφοι καίγονται να βγάλουν την είδηση, είναι πραγματικά δαιμόνιοι σαν ντετέκτιβ και σπιρτόζοι.
Όσο σπιρτόζοι είναι οι δημοσιογράφοι αυτοί, άλλο τόσο φρενήρεις είναι και οι κινήσεις της κάμερας του Σπίλμπεργκ στις σκηνές στα γραφεία της εφημερίδας. Ο άνθρωπος είναι μάστορας και ξέρει να κορυφώνει την αγωνία με τη βοήθεια του μοντάζ και της μουσικής του μόνιμου συνεργάτη του Τζον Γουίλιαμς. Να μη μιλήσουμε για τη δουλειά που έχει γίνει στη σκηνογραφία (Rena DeAngelo) και την ανασύσταση της εποχής. Ακόμα κι από εκεί φαίνεται το πόσο διαποτισμένη είναι η ταινία από τα σκηνογραφικά επιτεύγματα του «Όλοι οι άνθρωποι του προέδρου»– ταινία που ασχολείται με το σκάνδαλο Watergate πολλές πτυχές του οποίου αποκάλυψε επίσης η Washington Post– ώστε καταλήγει να μας δημιουργήσει οικειότητα με τα δύο κυριότερα σπίτια της ιστορίας, τα γραφεία της εφημερίδας, ακόμη και με το τυπογραφείο- σε όλους αυτούς τους χώρους φυσικά κάνει παιχνίδι και η φωτογραφία του Γιάνους Καμίνσκι .
Την πρώτη κυρία της Washington Post παίζει η Μέριλ Στριπ ενώ τον Μπεν Μπράντλι ο Τομ Χανκς. Δυο μεγάλοι ηθοποιοί, αναγνωρισμένοι πολλές φορές από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου που είναι πιθανότατο να τους δούμε και στις φετινές υποψηφιότητες. Μπορεί η τέχνη να είναι μίμησις πράξεως όμως οι μεγάλοι ηθοποιοί μπορούν συχνά να μας δώσουν αληθινές στιγμές μέσα από τους ρόλους τους. Το ίδιο συμβαίνει και στο The Post. Αρκεί κανείς να κοιτάξει στο πρόσωπο της Μέριλ Στριπ όταν σε μια από τις πρώτες σκηνές της ταινίας ξεχνάει κάποια λόγια που είχε προετοιμάσει να πει στους υποψήφιους επενδυτές της και βλέπει όλη αυτή τη στιγμιαία απόγνωση όπως και όταν θέλει να μας δείξει την πυγμή της ηρωίδας της ή όταν θέλει σε κάποιον συνομιλητή της να πει «άσε τα σάπια, σε κατάλαβα». Είναι τέτοιοι οι μορφασμοί της, τόσο φυσικοί που λες ότι δεν γίνεται αυτή η ηθοποιός να μην έχει μελετήσει τις γυναίκες εκείνης της εποχής- το ύφος τους όταν έβαζαν κάποιο στη θέση του!- και ακόμη περισσότερο τη γυναίκα που υποδύεται. Ο Τομ Χανκς με τη σειρά του έχει το άλλο το καλό. Φαίνεται να ελέγχει πλήρως το σώμα του και με πολύ λεπτές, σωστά υπολογισμένες που πότε μας δίνουν το μήνυμα ότι ο ήρωας του είναι προβληματισμένος και πότε ότι είναι περήφανος γι’ αυτό που κάνει.
Είναι ένα φιλμ, εν ολίγοις, που πέρα από την πολιτική του αξία αποδεικνύει την ικανότητα του Σπίλμπεργκ να μας κρατά καθηλωμένους καθώς και τον σεβασμό του απέναντι στο κινηματογραφικό είδος που υπηρετεί.