Μπορεί να μη συζητιέται τόσο όσο το μπλοκμπάστερ χιτ του Star Wars, όμως το The Florida Project απευθύνεται σε ένα διαφορετικό κοινό, ένα κοινό που του αρέσουν οι δραματικές ταινίες γύρω από τον κόσμο των παιδιών και πηγαίνει στο σινεμά για να απολαύσει εκτός των άλλων και την τέχνη της υποκριτικής.
Και εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με απλά άλλο ένα έργο γύρω από τον κόσμο των παιδιών που έρχεται σε αντίθεση με τον κόσμο των μεγάλων διότι το μέρος που λαμβάνει χώρα η ιστορία αυτής της ανεξάρτητης ταινίας είναι ένα περιθωριακό μοτέλ κάπου κοντά στη Disney World της Φλόριντα. Είναι η άλλη όψη της Αμερικής, των ανθρώπων που ζουν από την Πρόνοια, των εκδιδομένων γυναικών, των απατεώνων και λοιπών περιθωριακών στοιχείων. Άρα στο βάθος πρόκειται για έργο πολιτικό, κάτι σαν τοιχογραφία που παρουσιάζει στιγμές της καθημερινότητας αυτών των ανθρώπων τους οποίους το οικονομικό σύστημα και το κράτος δεν αφήνει σε χλωρό κλαρί- δείχνουν δε ανά στιγμές το πιο απάνθρωπο πρόσωπο απέναντί τους. Το σενάριο ανθρώπινα, ρεαλιστικά γραμμένο δεν χαρίζει κάστανα σε κανέναν.
Μία από τις ενοίκους αυτού του φθηνού ξενοδοχείου είναι και η Χάλεϊ με την εξάχρονη κόρη της Μούνεϊ. Το φιλμ ξεκινά δίνοντας ήδη την αίσθηση ότι θα εστιάσει στην αθώα ακόμη Μούνεϊ- ήδη όμως έχει αρχίσει να γνωρίζει μια σκληρή ζωή, κάτι που το βλέπουμε και στην υπερκινητικότητά της- και τους φίλους της. Θα πρέπει να υπάρχουν πολλά στοιχεία αυτοσχεδιασμού στις ξεκαρδιστικές σκηνές με τις φάρσες των μικρών πρωταγωνιστών, τις συζητήσεις για τα ρεψίματα και τις απεκκρίσεις που ιντριγκάρουν τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες (o Φρόυντ θα τις συνέδεε με την πρώιμη, προγενετήσια φάση της λίμπιντο).
Ας συγκρατήσουμε το όνομα της μικρής ώστε να δούμε αν θα έχει και ανάλογη συνέχεια. Είναι η Μπρούκλιν Πρινς και σε αφήνει με το στόμα ανοικτό. Πραγματικό ταλέντο. Όχι μόνο ότι γράφει στο φακό αλλά εντυπωσιάζει και ο τρόπος ομιλίας της (επί παραδείγματι όταν ζητά μια βάφλα με έξτρα σιρόπι, το πώς τονίζει δύο φορές το έξτρα) όπως επίσης καταφέρνει με τα εκφραστικά μέσα που διαθέτει να σε κάνει στο φινάλε να κλαις- το δάκρυ κορόμηλο.
Στο ρόλο του μάνατζερ αυτού του ξενοδοχειακού συγκροτήματος είναι ο Γουίλιαμ Νταφόε το όνομα του οποίου έχει ήδη αρχίσει να συζητιέται για την οσκαρική πεντάδα του Β’ Ανδρικού ρόλου- μετά κιόλας και από την υποψηφιότητα που του έδωσε το Σωματείο των Ηθοποιών. Είναι μια ερμηνεία λιτή από εκείνες που σίγουρα εκτιμά η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου και ο Νταφόε πετυχαίνει ακριβώς να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα από εκείνους που στα μάτια των παιδιών φαίνονται «κακοί» όμως στην πραγματικότητα είναι μια πατρική φιγούρα, ένας καλής πάστας άνθρωπος που δεν φαίνεται, ούτε κραυγάζει την βοήθεια που δίνει όσο και όπως αυτός μπορεί από το μετερίζι του. Καπνίζει, τσακισμένος κι αυτός, σίγουρα είχε διαφορετικά όνειρα από το να καταλήξει μάνατζερ σε μοτέλ της τελευταίας υποστάθμης- παρόλα αυτά έχει πάρει στα σοβαρά την αποστολή του (η εικόνα του να περιφέρεται με το γουώκι τόκι εντυπώνεται μεμιάς). Ο Νταφόε έχει αυτό το ιδιαίτερο, σκαμμένο θα έλεγες πρόσωπο που είναι σαν να μας λέει από μόνο του την ιστορία αυτού του χαρακτήρα- δώστε ιδιαίτερη προσοχή στο πόσο λεπτά μας περνάει την απόγνωση και το γνήσιο νοιάξιμό του στην τελευταία σκηνή του στην ταινία.
Γενικότερα, πέρα από τον αυτοσχεδιασμό δίνεται η αίσθηση ότι έγινε πολλή δουλειά και με το backstory των χαρακτήρων του φιλμ. Και όσο κι αν μας είναι εύκολο για πολλούς από αυτούς να αντιληφθούμε το πώς βρέθηκαν σε αυτή τη θέση, ένας πρόλογος (που φυσικά και θα χρησιμοποιούσε τα στοιχεία του backstory) γύρω από την εξάχρονη πρωταγωνίστρια και τη μητέρα της ή κάποια διαφωτιστικά στοιχεία στο ρόλο του Νταφόε θα ήταν καλοδεχούμενα και οπωσδήποτε κατ’ αυτόν τον τρόπο το έργο θα ήταν περισσότερο ολοκληρωμένο. Ο σκηνοθέτης- σεναριογράφος και μοντέρ της ταινίας, Σον Μπέικερ επιλέγει να σταθεί αποκλειστικά στο απαιτητικό εδώ και τώρα. Δεκτόν κι αυτό.