Στο Ελσίνκι με ελληνικές ειδήσεις, της Χριστίνας Καλογεροπούλου

Δημοσιεύθηκε

Ήταν Ιανουάριος, η καρδιά του χειμώνα και σίγουρα για το μεσογειακό ελληνικό ταμπεραμέντο, πολύ λανθασμένη περίοδος να επισκεφθεί κανείς τη Σκανδιναβία. Παρόλα αυτά, εκείνον τον Ιανουάριο, δεν βρέθηκα μονάχα σε μία αλλά σε δύο χώρες και μάλιστα πρωτεύουσες του Βορρά. Για τη Στοκχόλμη σας μίλησα σε προηγούμενο ταξιδιωτικό κείμενο, αλλά τώρα ήρθε η ώρα να γίνει λόγος για το Ελσίνκι, την παγωμένη μα ολοζώντανη Φινλανδία, που με εντυπωσίασε –παραδόξως- πολύ περισσότερο από ότι η Στοκχόλμη.

Η πτήση από το αεροδρόμιο της Στοκχόλμης για το Ελσίνκι κρατά περίπου μία ώρα και κοστίζει γύρω στα 60-70€ αν κι ο ταξιδιώτης μεταφέρεται σε άλλη χώρα, με διαφορετική ώρα –ίδια με αυτή της Ελλάδας- και σε άλλο νόμισμα –η Φινλανδία σε αντίθεση με τις υπόλοιπες σκανδιναβικές χώρες είναι εντός της Ευρωζώνης. Ήταν 6.00 το απόγευμα και ήδη πίσσα σκοτάδι έξω. Το ταξί κοστίζει 30€ για την πόλη, όμως εμείς προτιμήσαμε να φτάσουμε σε 40 λεπτά, μα αστικώς, με 5€. Υπάρχει και τρίτη επιλογή, τα λεωφορεία εν ονόματι finair που κάνουν τη διαδρομή σε μισή ώρα, με τιμή εισιτηρίου 6,30€.

Μέχρι να μπούμε στην πόλη, το θέαμα έξω από τα παράθυρά μας δεν μας γοήτευε ιδιαιτέρως. Το τοπίο έμοιαζε με κάποιο χωριό της βόρειας Ελλάδας, πράσινο και χιονισμένο, δίχως πολλά φώτα ή ακόμα και αυτοκίνητα στους δρόμους. Ερημιά και χιόνι. Βέβαια, λησμονήσαμε πως και η διαδρομή από το αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος καμία σχέση δεν έχει με το κέντρο της Αθήνας. Κατεβήκαμε στον σιδηροδρομικό τους σταθμό και από εκεί περπατήσαμε ως τον κεντρικό τους δρόμο Mannerheiminte για να βρούμε το ξενοδοχείο μας. Χιόνιζε μα δεν έκανε υπερβολικό κρύο. Οι φινλανδικές νιφάδες όμως ήταν πολύ παράξενες. Στρογγυλές, σαν ψεύτικες, πλαστικές, θυμίζανε αφρό από πυροσβεστήρα όταν μετά από –κυριολεκτικά- τρία λεπτά περπάτημα μας είχαν καλύψει απ’ άκρη σ’ άκρη.

Το ξενοδοχειάκι μας ήταν κάποτε μοναστήρι και τα δωμάτια σου θύμιζαν φοιτητικά, γερμανικά ενδιαιτήματα –είχα πριν ένα μήνα πάει σε μια φίλη μου στη Χαϊδελβέργη και δεν μπορούσα να αγνοήσω την ομοιότητα. Μέσα σε δύο μέρες που καθίσαμε, προλάβαμε και είδαμε αρκετά, μα φυσικά ούτε κατά διάνοια τα μισά. Μπήκαμε στην εκκλησία του Βράχου, μια παράξενα χτισμένη εκκλησία, όπου μία κυρία προσπαθούσε –μάλλον ανεπιτυχώς- να αποδείξει πως γνωρίζει πώς να παίζει πιάνο κι όπου μάλιστα θα γινόταν κι ένας γάμος εντός ολίγων ωρών –κλειστός δυστυχώς προς το μη σχετικό κοινό-, τη Finlandia Hall, το αριστούργημα του φινλανδού αρχιτέκτονα Alvar Aalto –βέβαια με την πρώτη ματιά θα αναφωνήσετε σίγουρα «μα καλά, τι σόι αριστούργημα είναι αυτό;», μα με μία ενδελεχέστερη αρχιτεκτονική ματιά θα καταλάβετε το ιδιαίτερο της αρχιτεκτονικής του- και μπόλικο χιόνι. Στην πίσω μεριά της Finlandia Hall υπήρχε μία παγωμένη λίμνη και το θέαμα του ορίζοντα ήταν κάτι παραπάνω από ευεργετικό για τα μάτια μας.

Σχεδόν απέναντι βρίσκεται το Εθνικό Μουσείο. Έτυχε να υπάρχει εκείνη την περίοδο έκθεση σχετικά με τη φινλανδική ζωή. Το μουσείο σύγχρονης τέχνης εν ονόματι Kiasma ήταν κλειστό για ανακαίνιση. Όμως μπήκαμε και στο Ωδείο τους. Κάθε κτήριο στην πόλη αυτή είναι μία αρχιτεκτονική σπουδή. Αρχιτεκτονική του γυαλιού και του οπλισμένου σκυροδέματος. Καταλήξαμε στο Stockman –ένα γιγάντιο εμπορικό κέντρο- όπου ήπιαμε καφέ, δοκιμάσαμε ένα όμορφο εξωτερικά γλυκό, μα γευστικώς αποτυχία, και πιάσαμε την κουβέντα στον νεαρό Φινλανδό, ο οποίος μας έδωσε κάθε λογής πληροφορίες. Μετά αυτή την προσωρινή ανάπαυλα, συνεχίσαμε τη βόλτα μας μέχρι τον Καθεδρικό Ναό, ο οποίος φωτισμένος απέπνευε μια πολύ επιβλητική αίσθηση, την πλατεία Γερουσίας με το κτήριο του Πανεπιστημίου –κάτι σαν το δικό μας κεντρικό κτήριο στην Πανεπιστημίου μόνο χωρίς τους εποχιακούς καταληψίες- και το Κυβερνείο. Επιστρέψαμε μέσω της οδού Esplanade και μπήκαμε στο εστιατόριο Kaarna –πρόταση του νεαρού φινλανδού με τοπική κουζίνα και καλές, για τα δεδομένα της Φινλανδίας, τιμές. Βέβαια η μεγάλη καθυστέρηση μας έκανε να κλείσουμε τραπέζι για το επόμενο βράδυ, να πιούμε απλώς έναν αφρώδη οίνο στο μπαρ ακριβώς από κάτω και να καταλήξουμε στο Burger King από δίπλα –που οσονούπω λένε πως θα έρθει και στην Ελλάδα.

[metaslider id=20417]

Την επομένη, ξημέρωνε ημέρα εκλογών στην Ελλάδα. Φύγαμε με κυβέρνηση Σαμαρά και θα επιστρέφαμε με κυβέρνηση Τσίπρα, μα δεν το ξέραμε ακόμα. Δύσκολο να λησμονηθεί πάντως τούτο το ταξίδι.

Η πρώτη μας στάση ήταν η Εκκλησία της Σιωπής, ένα παράδοξο κτήριο, στρογγυλό και ξύλινο. Βέβαια, οι τουρίστες που μπαινοβγαίνουν συνεχώς και τα κλικ-κλικ από τις κάμερες τους (μολονότι οι φωτογραφίες απαγορεύονταν) ομολογουμένως δυσκόλευαν το σκέλος σιωπή. Έπειτα, μπήκαμε στην Πινακοθήκη τους, την Ateneum, απ’όπου δυστυχώς απουσίαζαν οι μόνιμες συλλογές, γιατί είχαν μια μεγάλη έκθεση για τον Σιμπέλιους. Κάναμε μια βόλτα ως την πλατεία του Καθεδρικού Ναού και αποφασίσαμε να ανεβούμε τα πολλά σκαλιά ως εκεί, σκαλιά που θύμιζαν τη σκάλα στην Οδυσσό, όπου γύρισε ο Άιζενσταϊν τις σκηνές πλήθους στην ταινία Θωρηκτό Ποτέμκιν, μόνο πολύ πιο παγωμένα και απόκρυμνα για τις σόλες μας που γλιστρούσαν. Αργότερα, ανεβήκαμε και στον λοφίσκο όπου βρισκόταν ο Ορθόδοξος Καθεδρικός Ναός αλλά ήταν κλειστός.

Ήδη σουρούπωνε και το κρύο μας περόνιαζε. Ήπιαμε καφέ στο γυάλινο περίπτερο της Esplanade, μια ατμόσφαιρα Μεσοπολέμου. Ύστερα τρέξαμε να πάρουμε το τραμ και να πάμε κάπως απόκεντρα να δούμε το μνημείο Σιμπέλιους. Ήταν ένα είδος μουσικού οργάνου, στημένου –σαν να αιωρείτο- στην καρδιά ενός χιονισμένου πάρκου. Κάτι Ρωσίδες φωτογραφίζονταν εκεί, και φορούσαν μίνι φορέματα με λεπτό καλσόν στο χρώμα του δέρματος. Στη θέα τους με διαπέρασε ένα κύμα ψύχους. Στην επιστροφή, πήγαμε επιτέλους να φάμε σκανδιναβικό φαγητό, τάρανδο κι άλλα παρόμοια εδέσματα.

Γυρίσαμε νωρίς στο ξενοδοχείο, όπου ήταν πια επίσημη η κυβέρνηση Τσίπρα. Παράδοξο να βλέπεις φινλανδικές ειδήσεις να μιλούν για την Ελλάδα. Το επόμενο πρωί πετούσαμε για Αθήνα και στην πτήση, όλοι διάβαζαν εφημερίδες με πρωτοσέλιδο τις ελληνικές εκλογές. Τελικά, πουθενά δεν γλυτώνεις από τα ελληνικά νέα –ευτυχώς (;).

Ακολουθήστε μας στο Google News

Facebook
Twitter
LinkedIn

Περισσότερα
άρθρα