«Κοίτα! Γεμάτη είναι η εκκλησία. Δεν χωράνε να μπούνε μέσα!» αναφώνησε έκπληκτη μία γυναίκα στο φίλο της που καθόταν δίπλα μου στο προαύλιο και περίμενε καρτερικά να ψάλει ο παπάς το ‘Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός και δοξάσατε Χριστόν τον αναστάντα εκ νεκρών’, να ανάψουν τα φώτα και να παραλάβει και εκείνη το φως για να πάει σπίτι της να απολαύσει τη μαγειρίτσα που την περίμενε ζεστή, ζεστή.
«Ναι, δεν βλέπεις;» της αντιγύρισε ο άντρας «Όλοι οι πιστοί σήμερα μαζευτήκανε. Τις Κυριακές εάν έρθεις, άδεια θα τη δεις την εκκλησία..»
Έπνιξα ένα γέλιο, γιατί μεταξύ μας, την ίδια σκέψη την είχα κάνει πολλές φορές τη βραδιά της Ανάστασης, και προσπάθησα να διακρίνω εάν αχνοφαινόταν κάπου το Φως. Η ώρα ήταν ήδη δώδεκα παρά πέντε. Ευτυχώς, για καλή μου τύχη –με πονούσανε και τα παπούτσια- το είδα σιγά σιγά να διαχέεται στην ομήγυρη, μέχρι που φώτισε και τη δική μου λαμπάδα. Τα φώτα σβήσανε, ανάψανε ξανά, η χιλιοειπωμένη φράση ακούστηκε για μία ακόμη χρονιά και άρχισαν να σημαίνουν οι καμπάνες. Και όπως κάθε χρόνο άρχισαν και τα βεγγαλικά, με μία βασική όμως διαφορά με άλλες χρονιές..
Σε απόσταση που άγγιζε το οπτικό μου πεδίο –και ας είμαι ισχυρογνώμων μύωψ που αρνείται πεισματικά να φοράει γυαλιά συνεχώς- βρισκόταν μια παρέα παιδιών, που άναβαν αριστοτεχνικά μικρά βεγγαλικά, τα πετούσαν λίγο πιο μακριά τους και περίμεναν μέχρι να κάνουν τον γνωστό ήχο όταν σκάνε. Κοινώς περίμεναν να μας ξεκουφάνουν, αφού δεν παρουσιαζόταν κανένα άλλο ενδιαφέρον θέαμα από τα συγκεκριμένα βεγγαλικά. Παρόλα αυτά όμως, επειδή πάντοτε μου άρεσαν τα πυροτεχνήματα, ξεμάκρυνα λίγο από την παρέα και ανέβηκα σε έναν υπερυψωμένο λοφίσκο εκεί κοντά για να έχω μια κάποια εποπτεία της περιοχής.
Κοιτάζοντας λοιπόν με αδημονία τον αφέγγαρο ουρανό, περίμενα καρτερικά το θέαμα. Σπαράγματα πυροτεχνημάτων εθεάθησαν από διάφορες πλευρές του ορίζοντα, όμως όταν σταμάτησε ο κωδωνισμός της εκκλησίας και όταν –λογικά- είχαν τελειώσει και τα βεγγαλικά των παιδιών εκεί κοντά, συνειδητοποίησα τι είχα ακριβώς δει. Ή μάλλον τι δεν είχα δει..
Πρώτο Πάσχα στην Αθήνα, και ενώ θα περίμενε κανείς να δει την πρωτεύουσα να φλέγεται, όπως συμβαίνει σε οποιοδήποτε άλλο μέρος έχω βρεθεί τις προηγούμενες χρονιές, το μόνο που είχα δει, ήταν ελάχιστα φθισικά φώτα να διαχέονται για λίγο στον ουρανό και να σβήνουν τόσο γρήγορα, που δεν κατάλαβα καν για πότε πέρασε η Ανάσταση. Η κρίση τώρα ήταν ή η οκνηρία; Η οκνηρία όμως, ως γνωστών, είναι μία από τις επτά θανάσιμες αμαρτίες, οπότε την έβγαλα από το μυαλό μου την άγια εκείνη μέρα.
Γυρίζοντας στην Εκκλησία και στην παρέα μου, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσω τι ακριβώς –δεν- είχα δει και προσπαθώντας να αποφύγω την ασφυκτική σωρεία των πιστών με τα κεριά που κόντευαν να με κάψουν, άκουσα ένα κοριτσάκι να λέει όλο παράπονο από την αγκαλιά του μπαμπά της. Δεν θα ήταν ούτε επτά η μικρούλα.
«Μα, δεν θα πάμε με τη νονά και το νονό φέτος να φάμε;»
«Όχι, αγάπη μου, δεν γίνεται. Θα πάμε σπίτι φέτος.»
«Μα γιατί δεν ήρθαν να μου φέρουν και λαμπάδα;»
«Δεν μπορούσανε. Να, ωραία είναι και αυτή εδώ! Έχουμε και οι τρεις την ίδια.» δείχνοντας και τη μητέρα –λογικά- του κοριτσιού, που περπατούσε σιωπηλή.
«Ας πάμε ζουζουνίτσα, να φάμε μαγειρίτσα!»
Σάστισα για λίγο ακούγοντας τον γελαστό πατέρα να τραγουδάει μελωδικά το στιχάκι αυτό. Άρχισαν να μου μπαίνουν διάφορες σκέψεις πλησιάζοντας τους φίλους μου. Όμως το καυτό κερί που έσταξε στο χέρι μου, από κάποιον που κουνούσε τη λαμπάδα του σαν λάβαρο, με επανέφερε στην πραγματικότητα και τις έδιωξε μακριά.
Γινόταν ανάσταση χωρίς να γεμίσω κερί;
Δεν γινόταν…