Το βράδυ της περασμένης Μεγάλης Παρασκευής ακολουθήσαμε με τη γυναίκα μου την περιφορά του Επιταφίου από την εκκλησία του Προφήτη Ηλία στο Παγκράτι. Πολύς κόσμος και αρκετοί οικονομικοί μετανάστες (που θέλουν να ενταχθούν στην πολιτιστική μας παράδοση).
Η γυναίκα μου (που πέρασε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια στο Παρίσι) εξακολουθεί ακόμα να εντυπωσιάζεται με τη μεγάλη διαφορά που βλέπει στη σχέση των Ελλήνων με τη θρησκεία – πολύ διαφορετική με εκείνη των καθολικών. Και πράγματι, έτσι είναι.
Περπατώντας στη γλυκιά ελληνική ανοιξιάτικη νύχτα (άγνωστη στους βόρειους) χωρίς τον φόβο να σβήσουν τα κεριά μας (αφού δεν φύσαγε καθόλου), συζητούσαμε το θέμα, ενώ από μερικά φωτισμένα μπαλκόνια έραιναν με κάποια μυρωδικά.
Της είπα πως για να καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα στην ορθοδοξία και τον καθολικισμό θα πρέπει να συγκρίνει τη θρησκεία που επικρατεί στην Ελλάδα (που είναι η πραγματική βάση της ορθοδοξίας – καμιά σχέση με τη Ρωσική ορθοδοξία) και εκείνην που επικρατεί στην Ιταλία (που είναι η βάση του καθολικισμού).
Οι δύο θρησκείες (που ξεκίνησαν από την ίδια βάση) ακολούθησαν έναν τελείως διαφορετικό δρόμο εξαιτίας μιας τελείως διαφορετικής πολιτιστικής παράδοσης. Ο καθολικισμός στηρίχθηκε πάνω στον ρωμαϊκό πολιτισμό, ο οποίος αναπτύχθηκε μέσα από τον πολιτικό και κοινωνικό αυταρχισμό.
Αντίθετα, η ορθοδοξία στηρίχθηκε πάνω στην ελληνική και ελληνιστική παράδοση, η οποία αναπτύχθηκε πάνω στην ελευθερία του ατόμου και τις δημοκρατικές αξίες. Δεν θα πρέπει να συγχέουμε τις διάφορες μορφές δικτατορίας που υπήρξαν κατά καιρούς (ας πούμε οι 30 τύραννοι κλπ.) με την επικρατούσα νοοτροπία και τις αντιλήψεις του λαού.
Η διαφορά ανάμεσα στην ορθοδοξία και τον καθολικισμό είναι καθαρή. Στην ορθοδοξία ο λαός είναι πολύ κοντά στην εκκλησία μέσα από τις λαϊκές παραδόσεις του. Αλλά η καθημερινότητά του δεν καθορίζεται απόλυτα από την εκκλησία.
Αντίθετα, στον καθολικισμό δεν υπάρχουν ιδιαίτερες λαϊκές παραδόσεις συμμετοχής, ενώ η καθημερινότητα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την εκκλησία (απαγόρευση διαζυγίων, εκτρώσεων, προφυλακτικών κλπ.).
Της είπα μια δική μου ιστορία. Πλησίαζα να κλείσω τα δεκαπέντε. Ως έφηβος έκανα την επανάστασή μου απέναντι στις «κατεστημένες» αντιλήψεις. Ήταν, λοιπόν,. Μεγάλη Πέμπτη πρωί. Σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα για να φτιάξω και να πιω το γάλα μου.
Με βλέπει η μητέρα μου και μου λέει: «Μην πιεις γάλα, αφού θα πας πρώτα να κοινωνήσεις». Τότε εγώ γυρίζω και της λέω: «Δεν θα πάω να κοινωνήσω γιατί δεν υπάρχει Θεός. Κάτσε κάτω να στο αποδείξω».
Αν ήταν μια μέση Ιταλίδα μάνα, θα είχε χλομιάσει και θα έκανε τον σταυρό της, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τη βλασφημία μου.
Η δικιά μου μητέρα, η οποία είχε μια πολύ απλή σχέση με τη θρησκεία (όπως οι περισσότερες Ελληνίδες μάνες), χαμογέλασε και μου είπε: «Έχεις δίκιο αγόρι μου, αλλά δεν πας να κοινωνήσεις για καλό και για κακό;».
Δηλαδή, όπως οι αρχαίοι Έλληνες έφτιαχναν αγάλματα αφιερωμένα στον «Άγνωστο Θεό».