Ο Σίλβιο λοιπόν αφού κατάφερε όλα όσα προαναφέρθηκαν εδώ έγινε τρείς φορές πρωθυπουργός της Ιταλίας.
Την πρώτη φορά η κυβέρνησή του έπεσε μέσα σε λίγους μήνες (Δεκ. 1994) καθότι η δικαιοσύνη ανακάλυψε ότι η εταιρία του Σίλβιο είχε δωροδοκήσει κατά το παρελθόν την εφορία και το δικαστικό σώμα. Την δεύτερη φορά κυβέρνησε με ιδιαίτερο ζήλο την Ιταλία (2001-2005) καταφέρνοντας να έχει την μακροβιότερη κυβέρνηση στην μεταπολεμική Ιταλία. Διαθέτοντας την απαραίτητη κοινοβουλευτική πλειοψηφία επιδόθηκε σε ένα πρωτόγνωρο νομοθετικό μαγείρεμα στα μέτρα και σταθμά του. Από τη μια θα φρόντιζε να αναχαιτίσει τις εναντίον του δικαστικές έρευνες και από την άλλη να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη επέκταση της τηλεοπτικής του αυτοκρατορίας.
Το αποτέλεσμα ήταν μέχρι το 2005 η Ιταλία από την 14η θέση ως προς την ανταγωνιστικότητα να κατρακυλήσει στην 53η ενώ η ανάπτυξή της περιορίστηκε στο 1,2%, αρκετά κάτω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσο για την διαφθορά, αυτή πλησίαζε τα επίπεδα της Ναμίμπια.
Οι Ιταλοί όμως δεν το έβαλαν κάτω και τον κάνανε πρωθυπουργό και το 2008. Τότε έκανε πάλι «θαύματα». Έκανε περικοπές στην παιδεία, έθεσε την χώρα ουσιαστικά σε κατάσταση «πολιορκίας» – λόγω μεταναστών – παγώνοντας και συνταγματικές διατάξεις για την υπεράσπιση ατομικών δικαιωμάτων ενώ η Ιταλία για πρώτη φορά τιμωρήθηκε για διακρίσεις λόγω της ομοφυλοφιλίας ενός πολίτη.
Τον Δεκέμβριο του 2010 οι Ιταλοί φαίνεται ότι αντέγραψαν τα δικά μας Ιουλιανά του 65’. Λίγα μόλις 24ωρα πριν καλωσορίσουμε το 2011 το κόμμα του Σίλβιο πήρε ψήφο εμπιστοσύνης, έστω ισχνή, χάρη στην υποστήριξη βουλευτών που πρόσκεινται σε αντίπαλο σχηματισμό. Οι φήμες περί εξαγοράς των συγκεκριμένων προσώπων, προκειμένου να σώσει ο καβαλιέρος την πρωθυπουργική του καρέκλα, οργίαζαν στους διαδρόμους του ιταλικού κοινοβουλίου.
Ωστόσο το πρόβλημα εδώ δεν είναι ότι ο Μπερλουσκόνι κέρδισε και αυτή τη μάχη. Ακόμα και αν έχανε, μη καταφέρνοντας να εξαγοράσει τους 2-3 βουλευτές που του έσωσαν το πρωθυπουργικό «τομάρι», εντυπωσιάζει ότι τον υποστήριξαν οι μισοί σχεδόν βουλευτές παραβλέποντας οι ίδιοι την πάγια άποψή του ότι το κοινοβούλιο αποτελεί «άχρηστο απολίθωμα της φασιστικής περιόδου, που εμποδίζει το θεάρεστο έργο του με γραφειοκρατικές διαδικασίες». Και έτσι παίρνουν και δίνουν οι συγκριτικές πολιτικολογίες ανάμεσα στο φασισμό και τον μπερλουσκονισμό. Εδώ δεν μιλάμε πια για δύο πολιτικές θεωρίες που εκφράζονται πίσω από το παραβάν. Πρόκειται για ευρύτερες κοσμοθεωρητικές επιλογές. Η πρώτη μεγαλούργησε σε εποχές ανέχειας, ενώ η δεύτερη σε περίοδο τρυφηλότητας και πορνό.
Ωστόσο οι ομοιότητες Μπερλουσκόνι – Μουσολίνι θα εξαντληθούνε κάπου στην αγάπη τους για το ποδόσφαιρο, στην αδυναμία τους στις γυναίκες, στη μεγάλη τους περιουσία, στις πελατειακές σχέσεις των κομμάτων τους και στην προσωποποιημένη πολιτική τους. Ο μπερλουσκονισμός όμως κάνει τη διαφορά. Είναι προαιρετικός. Το 50% σχεδόν της ιταλικής κοινωνίας έχει εμπιστευτεί τον Σίλβιο, αποδεχόμενη συνάμα τη χειραγώγηση της δικαιοσύνης, τη διαιώνιση της διαφθοράς και τη «φιλτραρισμένη» ενημέρωση, καταδικάζοντας ουσιαστικά τον εαυτό της σε ένα καθεστώς εκούσιας υποδούλωσης.
Η απόλυτη κυριαρχία του Μπερλουσκόνι δεν ασκείται καθολικά παρά μόνο όταν και εφόσον συμβιώνει με τις αντιλήψεις και τα ιδιαίτερα πάθη των Ιταλών. Οι μικρομεσαίοι καταστηματάρχες φοροδιέφευγαν άφοβα, οι όμορφες Ιταλίδες απασχολούνταν στη Fininvest ενώ οι υπόλοιπες υποκλίνονταν στις σαπουνόπερες της Mediaset. Οι άνδρες και οι νέοι, από την άλλη, μαγνητίζονταν από τα γυμνά show και το ποδόσφαιρο. Οι Ιταλοί ένας λαός παραδοσιακά με μικρό δείκτη υποστήριξης του συνολικού πολιτικού συστήματος, αποτέλεσαν ένα εύπλαστο ως προς τις αξίες κοινό για τα τηλεοπτικά προγράμματα της Mediaset. Αν το 90% του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου ελέγχεται από τον πρωθυπουργό τότε γίνεται αντιληπτό πόσο μονομερής καθίσταται η ανάδειξη πολιτικών θεματικών επηρεάζοντας καταλυτικά την πολιτική ατζέντα.
Ο Σίλβιο φαίνεται ότι έχασε για πάντα την δυναμική του. Αλλά οι Ιταλοί εδώ και 20 χρόνια δοκιμάζουν αυτό που πραγματευόταν θεωρητικά ο Γάλλος La Boetie τον 16ο αιώνα, την εθελοδουλεία. Οι Ιταλοί δεν καταδυναστεύονται ως αποτέλεσμα άνωθεν επιβολής αλλά επειδή οι ίδιοι το ζήτησαν και το ζητάνε. Αν οι απόγονοι της αναγεννησιακής Ιταλίας θεωρούν σημαντικότερο το θέαμα από την δυνατότητα να απαλλαγούν από αυτόν που τους επιβάλλει το συγκριμένο θέαμα, τότε στην μπερλουσκονική Ιταλία ο λαός είναι δήμιος και θύμα ταυτόχρονα.