Παραμονές 28ης Οκτωβρίου. Όντας μακριά από την Ελλάδα, είχα πάρει απόφαση ότι δεν είχα να περιμένω ούτε γιορτές ούτε αργίες. Ο χρόνος της ρουμανικής μου πλέον καθημερινότητας κυλά σε άλλους τόνους και με γρήγορους ρυθμούς. Ώσπου έρχεται η πρόσκληση: «13ο Φεστιβάλ Ελληνισμού Ρουμανίας». Εννοείται πως δεν θα το έχανα, και μαζί με τη σκέψη ότι τελικά θα το κάνουμε το τριήμερο, άρχισαν να έρχονται και άλλες σκέψεις. Ότι θα είναι κάτι αναμενόμενο, αρκετά συνηθισμένο, ίσως λίγο αδιάφορο, μπορεί και υπερβολικό στην έκφραση δεδομένου ότι μιλάμε για ανθρώπους που βλέπουν ό,τι ελληνικό με τρόπο ρομαντικό, νοσταλγικό και εξιδανικευμένο. Δηλαδή, μηδέν δόση ελληνικής πραγματικότητας. Παίρνοντας λοιπόν τις όποιες προκαταλήψεις μου και την τεράστια περιέργειά μου ξεκινώ με την Ελληνική Κοινότητα Ιασίου να πάμε στο Φεστιβάλ που θα γινόταν στο Γαλάτσι. Μια πόλη που, λόγω της ιστορίας της και της δεδομένης σχέσης της με τον ελληνισμό, ήδη μου κέντριζε το ενδιαφέρον. Και εδώ ξεκινώ να εξηγώ το λόγο ύπαρξης του συγκεκριμένου άρθρου.
Φτάνοντας στον τόπο της αναχώρησης, παρατηρώ μεγάλη κινητικότητα. Όλοι για κάτι τρέχουν: να τακτοποιηθούν οι στολές, να ελέγξουν αν έχει ξεχαστεί κάτι σημαντικό, να σιγουρευτούν αν είναι όλοι παρόντες. Και μετά μαλώνουν. Ο ένας θέλει κρητική μουσική, ο άλλος είναι καινούριος στην παρέα και δεν πρόλαβε τα ποντιακά. Θέλει το «ντιο μαύρα μάτια αγκαπώ», που το ξέρει. Ο άλλος προτείνει να ξεκινήσουμε με κάτι πιο ήρεμο, γιατί θα ακολουθήσουν πολλές πρόβες και θα τα ακούσουν έτσι κι αλλιώς τα χορευτικά… Πρόβες παντού: στο δρόμο, στο καφέ, στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου, έξω από το κλαμπ και καμιά φορά μέσα στο κλαμπ. Ο ανταγωνισμός θα είναι μεγάλος! Και υπό την ατμόσφαιρα «με αυτούς ακόμα δεν είμαστε έτοιμοι να ανταγωνιστούμε, ίσως του χρόνου. Με τους άλλους είμαστε μια χαρά, είναι πιο λίγοι. Με τους παλιούς έχουμε πρόβλημα, είχαν περισσότερο χρόνο από εμάς» βάζουν τον καλύτερο εαυτό τους. Καμιά προσπάθεια για να μειώσουν τους υπόλοιπους χορευτές. Η μόνη προσπάθεια είναι αυτή που κάνουν για το χορευτικό τους. Πρέπει να είναι έτοιμοι, να μην πάει τίποτα στραβά! Όταν πια έφτασε η ώρα της παράστασης, χειροκροτούν με την ψυχή τους. Όλους! Άντε λίγο παραπάνω τους φίλους τους που ήταν από γειτονική πόλη και ταξίδευαν μαζί!
Η πιο μεγάλη στιγμή όμως, έτσι όπως το είδα εγώ, ήταν όταν συναντιόταν οι πόλεις μεταξύ τους στην αίθουσα του Φεστιβάλ, στους δρόμους της πόλης που κάνανε τις ωραίες βόλτες και στην όχθη του Δούναβη που πήγαιναν για φωτογραφίες. Αγκαλιές, πολλές αγκαλιές. Ανακάλυψα ότι όλη τη χρονιά, κρατάνε μεταξύ τους επαφή. Αν ο ένας πάει στην πόλη του άλλου (ως φοιτητές, για δουλειά κλπ) οπωσδήποτε θα συναντηθούν και θα αλληλοβοηθηθούν. Κι έρχεται μια φορά το χρόνο το Φεστιβάλ να τους δώσει την ευκαιρία να ξαναβρεθούν οι παλιοί, να γνωριστούν οι καινούριοι. Είναι διάχυτη η χαρά όταν ξαναβρίσκονται. Φωνές παντού: «Γεια σου Μπρασώφ!», «Γεια σου Ιάσιο!», «Είδε κανείς το Βουκουρέστι;». Αυτό όμως δεν είναι το μοναδικό που κάνει εντύπωση.
Έχουν και «ξένους» καλεσμένους. Κατ’ αρχάς, από την Ελλάδα. Φέτος ήρθε από τη Βέροια ο σύλλογος των Ποντίων «Καλλιθέα». Όλοι έτρεχαν να τους γνωρίσουν, να νιώσουν και να πάρουν κάτι από Ελλάδα. Είναι απίστευτη η λαχτάρα που έβλεπα στα μάτια των νέων παιδιών, που ουσιαστικά μεγάλωσαν στη Ρουμανία, να μάθουν οτιδήποτε έχει σχέση με τη χώρα των γονιών και των παππούδων τους. Η δική τους σχέση με την Ελλάδα αρχίζει και τελειώνει στις καλοκαιρινές διακοπές. Σειρά είχαν οι Ρώσοι της Βραΐλας, οι Σλοβένοι και οι…Τάταροι! Όλοι άνθρωποι διαφορετικοί, με άλλη κουλτούρα, σε μια υπέροχη συνύπαρξη! Παραμερίζοντας διαφορές και προκαταλήψεις, έδωσαν το παρόν σε ένα θέαμα εντυπωσιακό.
Από την πρώτη στιγμή στην αίθουσα των εκδηλώσεων, οι δικές μου μικρές προκαταλήψεις πήγαν περίπατο. Απολαύσαμε χορούς παραδοσιακούς από κάθε γωνιά της Ελλάδας, όπως επίσης και λεβέντικο ζεϊμπέκικο, ζωηρό χασαποσέρβικο και, φυσικά, καλό ελληνικό τραγούδι. Μέχρι και αναπαράσταση παραδοσιακού γάμου είχε το πρόγραμμα! Όλα δοσμένα με απίστευτο επαγγελματισμό και σεβασμό στην παράδοση. Ενθουσιασμός, χαρά, χειροκροτήματα γέμιζαν το χώρο, αλλά προπάντων τις καρδιές. Οι αναμνήσεις που έρχονταν με τα τραγούδια και τις μουσικές έφερναν πού και πού λίγη συγκίνηση. Και πάλι από την αρχή… Με τα συναισθήματα να διαδέχονται το ένα το άλλο με απίστευτη ταχύτητα και ένταση! Και συνειδητοποιώ ότι αισθάνομαι μια απίστευτη οικειότητα. Σαν να γνώριζα τους ανθρώπους από χρόνια. Σαν να ήμουν πάντα εδώ. Μια ανοιχτή, μεγάλη αγκαλιά. Να σημειώσω εδώ ότι οι άνθρωποι για τους οποίους μιλάω δεν είναι μόνο ελληνικής καταγωγής, αλλά και άνθρωποι διαφορετικών εθνικοτήτων οι οποίοι έχουν έναν απεριόριστο σεβασμό και αγάπη για τη χώρα μας. Μαθαίνουν ό,τι έχει σχέση με τον πολιτισμό και την ιστορία μας και διδάσκονται πολλοί από αυτούς και την ελληνική γλώσσα.
Ασυναίσθητα έκανα τις συγκρίσεις. Για τους εδώ Έλληνες και φιλέλληνες έχω την απίστευτη τύχη να έχω γεννηθεί, μεγαλώσει και ζήσει στην Ελλάδα. Για μένα αυτό σήμαινε μέχρι τώρα ότι προέρχομαι από μια χώρα που έχει -αρκετό καιρό- «κλειστή» την αγκαλιά της. Που διώχνει τα παιδιά της. Που τα τιμωρεί, τα εξουθενώνει, τα αναγκάζει να τρώγονται μεταξύ τους. Τα θέλει να ζουν σε μια κοινωνία κομματιασμένη, διχασμένη, πολλές φορές ανελέητη.
Κι αναρωτήθηκα. Γιατί πρέπει να φτάσουμε να βρεθούμε σε μια μακρινή χώρα για να ξανααγαπηθούμε; Για να ανοίξουμε τις αγκαλιές μας; Για να ξαναμάθουμε να θέλουμε την αρμονία στις σχέσεις μας με τους «άλλους», αλλά και μεταξύ μας; Γιατί να έχουμε βάλει στη θέση της άμιλλας τον αδίστακτο ανταγωνισμό, για να μην πω την «ανθρωποφαγία»; Μιλώντας με ανθρώπους της ηλικίας μου, που φυσικά οι περισσότεροι αυτή τη στιγμή είναι εκτός Ελλάδας, έχω πια σιγουρευτεί ότι έφυγαν σαν κυνηγημένοι για να αναζητήσουν αλλού την τύχη τους. Μα πρέπει να σταματήσουμε να κυνηγάμε ο ένας τον άλλο.
Είμαι σίγουρη ότι δεν είναι και τόσο δύσκολο. Το είδα, το έζησα σε όλο του το μεγαλείο κι ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου «τους Έλληνες που δεν γεννήθηκαν στην Ελλάδα», γιατί μου ξαναθύμισαν ότι δεν μας τελείωσε. Ότι όταν θέλουμε, μπορούμε να καταφέρουμε τα αδύνατα. Όλοι μαζί. Μια τεράστια αγκαλιά που ανοίγει για όλους το ίδιο. Που αφήνει απέξω μόνο όσους δεν την εκτιμούν. Όχι γιατί δεν τους χωρά, αλλά γιατί οι ίδιοι δεν αποφασίζουν να τεντώσουν τα χέρια. Πάντως εδώ ακούω συχνά, αντί χαιρετισμού, να λένε τη φράση «Σας αγκαλιάζω με αγάπη». Κατοχυρώνεται!