Από τις πιο σημαντικές ταινίες της κινηματογραφικής σεζόν που διανύουμε. Επίκαιρη, ανθρώπινη και με τη φιγούρα του Βινσέν Λιντόν να κυριαρχεί σε κάθε πλάνο ενός φιλμ που θυμίζει περισσότερο ντοκουμέντο της οικονομικής εξαθλίωσης που βιώνουμε καθημερινά παρά ένα ακόμα δακρύβρεχτο μελόδραμα περί οικονομικής κρίσης.
Ο Τιερί είναι ένας απολυμένος εργάτης που προσπαθεί να επιβιώσει με την οικογένειά του στη σύγχρονη Γαλλία όπου όπως και σε όλο τον κόσμο επικρατεί ο νόμος της αγοράς και η ανάγκη των επιχειρηματιών να κερδίζουν περισσότερα χρήματα εκμεταλλευόμενοι το φτηνό εργατικό δυναμικό. Ο ήρωας μας θα προσπαθήσει να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του παρακολουθώντας ειδικά σεμινάρια για το πώς να συντάσσει τα βιογραφικά του σημειώματα, θα θελήσει να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του προς την τράπεζα αλλά κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να συμβιβαστεί με την πρώτη εύκαιρη δουλειά για χάρη της οικονομικής επιβίωσης αλλά και της ψυχικής υγείας του. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν ήρωα που αντιμετωπίζει όλα τα αδιέξοδα του μέσου εργαζόμενου συν το γεγονός ότι ο γιος του πάσχει από μια ασθένεια νευρολογικής φύσης που τον καθιστά ανάπηρο αλλά όχι και ανίκανο να ονειρεύεται μια θέση στο πανεπιστήμιο.
Όπου κι αν προβλήθηκε η τελευταία ταινία του Στεφάν Μπριζέ απέσπασε κολακευτικά σχόλια για τα επιτεύγματά της στο σεναριακό-σκηνοθετικό κομμάτι. Και αυτό διότι ο Μπριζέ τολμά να επιστρέψει στις ρίζες αυτού του σινεμά που υπηρετεί-ένα σινεμά κοντά στον απλό εργαζόμενο, στον Άνθρωπο-και να υιοθετήσει πρακτικές που συναντάμε στις ταινίες του Ιταλικού νεορεαλισμού. Πρώτα απ’όλα, δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει σε μεγάλο βαθμό ερασιτέχνες ηθοποιούς, ανθρώπους που πραγματικά ήταν εργαζόμενοι σε εταιρείες ασφαλείας, σε σουπερ μάρκετ κ.ο.κ. Το αξιέπαινο, όμως, είναι ότι καταφέρνει να πετύχει άψογη συνεργασία μεταξύ αυτών και του επαγγελματία Λιντόν ο οποίος ομολογουμένως κουβαλά στους ώμους του όλο το βάρος της ταινίας.
Ας σημειωθεί εδώ ότι στις περισσότερες σκηνές η κάμερα στέκεται ακίνητη στο πρόσωπο ή τη φιγούρα του θέλοντας να καταδείξει την υπομονή με την οποία προσπαθεί να δεχτεί τον εξευτελισμό από εργοδότες, τραπεζίτες και συμβούλους εταιρειών αλλά και τα αβάσταχτα καινούρια εργασιακά του καθήκοντα. Την όλη αίσθηση του ντοκουμέντου επιτείνει και η διεύθυνση της φωτογραφίας την οποία εδώ αναλαμβάνει ο μόλις 30 χρονών Εric Dumont που έχει εργαστεί στο χώρο του ντοκιμαντέρ κι αυτή ήταν η πρώτη του συμμετοχή σε ταινία μυθοπλασίας.
Ακόμη, δεν γίνεται να μην εκτιμηθεί ο τρόπος που ο Μπριζέ διαχειρίστηκε το δραματικό υλικό στο σύνολό του. Μπορεί να μιλάμε για μια ταινία που σε κάνει να ταυτίζεσαι με το κεντρικό πρόσωπό της αλλά ποτέ δεν εκπίπτει σε μελοδραματικά τερτίπια. Και η πιο τρανή απόδειξη είναι ο τρόπος που παρουσιάζονται οι σκηνές με το ανάπηρο παιδί. Σε αυτές ο θεατής καταφέρνει όχι απλώς να συμπονέσει έναν συνάνθρωπο για το εκ γενετής πρόβλημά του αλλά να νιώσει ότι πολλά τέτοια άτομα έχουν μεγαλείο ψυχής και όνειρα που κανένας καλοβαλμένος ειδικός περί επαγγελματικού προσανατολισμού δεν έχει το δικαίωμα να περιορίσει.
Με λίγα λόγια, δεν μας είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί το φιλμ απέσπασε το βραβείο Α’ Ανδρικού ρόλου στις περασμένες Κάνες καθώς και την ειδική μνεία από την Επιτροπή Οικουμενικότητας του φεστιβάλ. Πιο σημαντικό από αυτά τα βραβεία, βέβαια, είναι ότι η ταινία στέκεται σαν καθρέφτης ενός ολόκληρου οικονομικού συστήματος και με απλότητα μιλά στην καρδιά των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται.