Είναι γεγονός ότι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ έχει χρόνια να μας προσφέρει μια ταινία όπως εκείνες μέσω των οποίων τον λατρέψαμε. Πού είναι η φαντασία των ‘’Στενών επαφών τρίτου τύπου’’; Πού χάθηκε η συγκίνηση του ‘’Ε.Τ’’ ή εστω οι παλιομοδίτικες περιπέτειες του Ιντιάνα Τζόουνς;
Όχι ότι στις σοβαρές στιγμές του δεν έχει δώσει αριστουργήματα όπως η ‘’Λίστα του Σίντλερ’’ ή την σκηνοθετικά άψογη ‘’Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν’’ αλλά τα τελευταία χρόνια, όποτε προσπάθησε να ασχοληθεί με ιστορικά γεγονότα, τα αποτελέσματα ήταν νερόβραστα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ταινία ‘’Λίνκολν’’ που δε σου μένει τίποτα πέρα από τον εκπληκτικά μεταμορφωμένο Ντάνιελ Ντέι Λούις. Ίσως το πρόβλημα με αυτές τις ταινίες να εντοπίζεται στο σενάριο και τους βαρυφορτωμένους διαλόγους του.
Τέτοιους διαλόγους έχει και η καινούρια ταινία του σκηνοθέτη, ‘’Η γέφυρα των κατασκόπων’’, με τη διαφορά όμως ότι πλοκή σου κρατά το ενδιαφέρον μέχρι τέλους ενώ αντιλαμβάνεσαι ότι ο Σπίλμπεργκ μπορεί ακόμα να δημιουργήσει σασπένς με την ατμόσφαιρα που χτίζει και βέβαια την ακριβή ανασύσταση της εποχής.
Ποιας εποχής όμως; Αυτής του Ψυχρού Πολέμου. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ με πρωταγωνιστή τον Τομ Χανκς μας αφηγούνται την ιστορία του Αμερικανού δικηγόρου Τζέιμς Μπ.Ντόνοβαν ο οποίος υπήρξε συνήγορος του Ρώσου κατασκόπου Ρούντολφ Άμπελ (ταιριαστός σε αυτό το ρόλο ο Μάρκ Ράιλανς) και στη συνέχεια διαμεσολάβησε στην ανταλλαγή του πιλότου Φράνσις Γκάρι Πάουερς του U2 που καταρρίφθηκε στα Ουράλια από τους Σοβιετικούς το 1960 με τον Άμπελ. Αυτή μάλιστα θεωρείται σημαντική νίκη για το Ντόνοβαν που κατάφερε παράλληλα να απελευθερώσει και έναν Αμερικανό φοιτητή που συνελήφθη στο Ανατολικό Βερολίνο την περίοδο της ανέγερσης του τείχους και θεωρήθηκε πράκτορας από τις δυνάμεις του ΣΤΑΖΙ.
Μπορεί να μην αποτελεί κάποια κορυφαία στιγμή στην καριέρα των συντελεστών της, όμως μια ταινία όπου στο σενάριο έχουν εργαστεί και οι αδελφοί Κοέν σίγουρα δεν περνά απαρατήρητη. Και κυρίως αυτή τη φορά στέκομαι στο γεγονός ότι μπορεί μεν πάλι στο φινάλε να υμνείται ο τρόπος που η αμερικανική πλευρά χειρίστηκε ένα τέτοιο διπλωματικό ζήτημα αλλά μέχρι να φτάσουμε εκεί οι διάλογοι έχουν δώσει στο θεατή να καταλάβει το πόσο ανυποχώρητα ήταν τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, πόσο σκληρές οι διαπραγματεύσεις και οι μυστικές υπηρεσίες και τι αντίκτυπο είχε αυτό το είδος τρομοκρατίας στους απλούς πολίτες.
Αν είστε φίλοι των κατασκοπευτικών περιπετειών της περιόδου, δεν γίνεται παρά να παρακολουθήσετε έστω και από περιέργεια την ταινία. Ακόμη όμως και εκείνοι που θα μπουν στην αίθουσα με σκεπτική διάθεση λόγω των τελευταίων δημιουργιών του σκηνοθέτη εν τέλει θα παρακολουθήσουν μια ταινία που τουλάχιστον κατά τη διάρκειά της κρατάει το ενδιαφέρον. Για το αν θα τη θυμούνται έπειτα από μερικούς μήνες, δεν παίρνω όρκο.