Φθινόπωρο του 91 ήτανε. Τότε ήταν πιο μεγάλη η όρεξη και άνοιγα κουβέντα με τον καθένα που μου κινούσε την περιέργεια. Δεκαεννιά χρονών βλέπεις. Με μια περίεργη έλξη σε οτιδήποτε έλαμπε, όχι όμως με την γνωστή έννοια του όρου. Μιλώ για την λάμψη η οποία είναι εκεί χωρίς να είναι, χωρίς να ξέρει, ούτε η ίδια πως είναι λάμψη, που δεν πλασάρεται, δεν στολίζεται, δεν είναι νέον σε μαρκίζα, αν με εννοείς.
Τότε η διαδρομή Ανκόνα-Πάτρα γινόταν με ένα πλοίο ολόιδιο, ίσως το ίδιο, με το “Πρέβελη” και το ταξίδι διαρκούσε δυο ολόκληρες μέρες. Και κάτι.
Φόρτωνες λοιπόν μια κούτα τσιγάρα, βιβλία και μπαταρίες για το walkman και περίμενες να εκτίσεις την ποινή. Δυο μέρες σε ένα πλοίο στα 19 σου, ισούται με 20ετή κάθειρξη στα 50 σου, νομίζεις πως όταν τελειώσει δεν θα ζει κανείς από αυτούς που ήξερες.
Τα περισσότερα χρήματα του τελευταίου μισθού από το ξενοδοχείο στο Montreux είχαν φαγωθεί σε μια δίμηνη περιπλάνηση -αλητοτουρισμό το λένε αυτοί που θεωρούν πως είναι πιο φυσικό τα άστρα να τα κοιτάς ως φώσφοριζε αυτοκόλλητο στο άσπρο σου ταβάνι- σε διάφορες πόλεις, διαφόρων χωρών λες και το ήξερα πως δεν θα αξιωνόμουν να τις ξαναδώ ως τα σαράντα μου. Το γεγονός της σχετικής αφραγκίας δεν με πολυαπασχολούσε να σου πω την αλήθεια ειδικά σε αυτή την φάση του ταξιδιού γιατί όσοι ήταν ματσωμένοι μέσα στο πλοίο την είχαν πέσει στα φρουτάκια και ένα night club της κακιάς ώρας που έπαιζε από σκυλάδικα μέχρι disco και θύμιζε χοροεσπερίδα συνταξιούχων του ΟΤΕ. Ως άφραγκος και μόνος οι επιλογές ήταν ναι μεν λιγότερες αλλά μακράν πιο ενδιαφέρουσες. Διάβασμα, περιπλάνηση και το καλύτερο… επικοινωνία.
Είχε στήσει το “κρεββάτι” της σχεδόν απέναντι από το δικό μου, στο πάτωμα δηλαδή της απέναντι σειράς καθισμάτων. Στα 35-40 τότε με ένα λαχουράτο παντελόνι και ένα λευκό, ριχτό πουκάμισο. Το ότι ήταν από Σκανδιναβική χώρα το είχα καταλάβει -ο Ροδίτης- στο πρώτο δευτερόλεπτο. Η κουβέντα ξεκίνησε σχεδόν ακαριαία. Ίσως γιατί και οι δύο είχαμε αυτό το πραγματικά γεμάτο βλέμμα της ταλαιπωρίας που προσφέρει η περιπλάνηση και που πολλές φορές και σε πολλές περιπτώσεις εκείνο το διάστημα λειτούργησε ως διαβατήριο φιλίας.
Μεγαλοστέλεχος εταιρίας η τύπισσα. Διευθυντιλίκι με ζωή μέσα στη χλίδα. Αυτό δηλαδή που μόλις τότε ξεκινούσε να γίνεται το όνειρο του νεοέλληνα. Ο αυτοσκοπός μας, το νόημα της ζωής μας, ο στόχος μας για τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Αυτόματα, όπως θα συνέβαινε στον καθένα, μου βγήκε η απορία. “Και τι κάνεις εδώ ;” – “Είναι περίπου δέκα μήνες που έγινα downshifter μου είπε” .
“Τι είναι πάλι ετούτο ;” ρώτησα…
“Downshifting” είναι το “κατέβασμα της ταχύτητας” μου εξήγησε, είναι όταν καταλαβαίνεις πως δεν υπάρχει λόγος για όλη αυτή την σπίντα, για όλο αυτό το άγχος και πως όλα αυτά τελικά σου κοστίζουν πολύ περισσότερο από όσο φαντάζεσαι και από όσο τελικά αξίζουν.
Η τύπισσα τα είχε παρατήσει όλα, πούλησε μέχρι και τους γλόμπους από το χριστουγεννιάτικο δέντρο που είχε στο πατάρι, πήρε ένα ποδήλατο και έφυγε. Απλά έφυγε. Με μόνο σκοπό να γνωρίσει τόπους και ανθρώπους.
Είχε ξεκινήσει απο την Δανία και διέσχισε την Ευρώπη ολόκληρη με ένα ποδήλατο. Παντού και πάντα έβρισκε και να κοιμηθεί και να φάει όχι ζητώντας αλλά ανταλλάσσοντας. Δούλευε πχ μια βδομάδα σε ένα εστιατόριο καθαρίζοντας και πλένοντας πιάτα και την υπόλοιπη μέρα γνώριζε το Παρίσι, ζώντας το. Όχι ως τουρίστας. Όποτε της ερχότανε τα μάζευε και έφευγε. Τόσο απλά.
Αυτή η, ίσως ακραία για πολλούς, επιλογή της στοιχειώνει πολλές φορές τις σκέψεις μου. Ειδικά σε περιόδους σημαντικών αποφάσεων. Έχω εκεί συνέχεια το “downshifter” να ηχεί σαν mandras στο μυαλό μου και να μου υπενθυμίζει πως πραγματική ζωή είναι αυτό που ξεδιψάει την ψυχή, που την ηρεμεί και την γαληνεύει πραγματικά. Που ξεζουμίζει τα δευτερόλεπτα όχι στο κυνήγι μιας πλαστικής ζωής που στο τέλος της δεν έχει τι να πει άσχετα αν μοστράρεται για σπουδαία, αλλά μιας ζωής που πάλλεται, που αγγίζει, που μυρίζει, που γνωρίζει, που κάθε στιγμή και εμπειρία της δεν κοστολογείται από πριν και δεν πουλιέται αλλά απλά υπάρχει και γίνεται βάζοντας άλλη μια σταγόνα ολόδροση στο ποτήρι που εν τέλει θα αξίζει να χυθεί στην συμπαντική θάλασσα όταν όλα τελειώσουν.
Στην ποιότητα λοιπόν της κάθε σταγόνας, στην δροσιά της βρίσκεται το δικό μου μετράδι του πλούτου του καθενός και στην αγάπη που ο καθένας δίνει ή ανακαλύπτει όταν μόνος του φτιάχνει αυτή την σταγόνα. Όλα τα άλλα είναι αδιάφορα.
Έτσι λοιπόν φτιάχνοντας κατά καιρούς διάφορες σταγόνες, άλλες ολόδροσες, άλλες σκέτο δηλητήριο, κάποιες γλυκές, κάποιες θεόπικρες βρέθηκα να κατεβάζω ταχύτητα. Ξανά. Και κάπως έτσι από δουλειές σε γραφεία αντιδημάρχων και βουλευτών από μαγαζιά με μια διμοιρία υπαλλήλων από δουλειές-δουλειές και δουλειές-πάρεργα κατάφερα να ερωτευτώ ξανά στα σαράντα μου και να φτιάχνω τις σταγόνες που λέγαμε πιο πριν μαζί με τον νέο μου έρωτα. Την μέλισσα. Το πλάσμα αυτό που όσο πιο αγαπητικά στέκεσαι δίπλα του, τόσο πιο γλυκά θα στο ανταποδώσει. Που τον κόπο σου στον επιστρέφει, δουλεύοντας δέκα φορές πιο σκληρά, που μεταφράζει τον ιδρώτα σου σε μέλι.
Αυτή θα αποτελεί το κύριο έναυσμα των κειμένων που κατά καιρούς θα σας πέμπω μέσα από τούτο εδώ το site, κείμενα που ίσως να φαντάζουν άσχετα, αδιάφορα, μεγάλα. Κείμενα όμως που θα ψάχνουν αναγνώστες-μέλισσες ή καλύτερα ανθρώπους-μέλισσες κατά την προτροπή του Ισοκράτη. Αναγνώστες-ανθρώπους-μέλισσες που θα διαβάζουν και τελικά θα συλλέγουν ο,τι τους είναι χρήσιμο. Μπορεί τίποτα, μπορεί τα πάντα. Η επιλογή είναι της “μέλισσας”. Η δουλειά του “λουλουδιού” είναι να προσπαθεί να ανθίσει. Την καλημέρα μου.
“Ώσπερ γαρ την μέλιτταν ορώμεν εφ’ άπαντα μεν τα βλαστήματα καθιζάνουσαν, αφ’ εκάστου δε τα βέλτιστα λαμβάνουσαν, ούτω δει και τους παιδείας ορεγομένους μηδενός μεν απείρως έχειν, πανταχόθεν δε τα χρήσιμα συλλέγειν.”