Η γονική εμπλοκή στην εκπαίδευση των παιδιών είναι μία πολύ σημαντική παράμετρος για την σταδιοδρομία των μαθητών. Μολονότι η επίδραση της είναι ιδιαίτερα σημαντική και για μαθητές από μειονότητες, οι περισσότερες έρευνες καταγράφουν χαμηλό βαθμό γονικής εμπλοκής στις οικογένειες που ανήκουν σε γλωσσικές-πολιτισμικές μειονότητες. Η λανθασμένη άποψη που κυριαρχεί είναι ότι οι δάσκαλοι γνωρίζουν πολύ καλύτερα από τους γονείς το τι είναι σωστό για την εκπαίδευση των παιδιών, πράγμα το οποίο οδηγεί στο να κατηγορούν οι μετανάστες γονείς τον ίδιο τους τον εαυτό, ή τα παιδιά τους, για το κάθε τυχόν σχολικό πρόβλημα. Αυτή η αρνητική αυτοεικόνα έχει ως συνέπεια το να αποφεύγουν ακόμη περισσότερο την επαφή με τους δασκάλους, ή να σχηματίζουν την άποψη ότι δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν στην εκπαίδευση των παιδιών τους. Το διαπολιτισμικό μοντέλο εκπαίδευσης θεωρεί τη συνεργασία με τους γονείς, και τη συμμετοχή τους στα δρώμενα του σχολείου, ως κατεξοχήν προϋπόθεση υποστήριξης των αλλοδαπών μαθητών. Με αυτόν τον τρόπο, βλέποντας δηλαδή τους ίδιους τους γονείς τους να γίνονται αποδεκτοί στη σχολική κοινότητα, νιώθουν αυτόματα και εκείνοι με την σειρά τους αποδεκτοί ως πολιτισμική μειονότητα, ενώ αποτρέπεται σε μεγάλο βαθμό η σχολική αποτυχία.
Σε πολλές κοινωνίες σε όλο τον κόσμο, οι μαθητές που συναντούν τις πιο επίμονες και σοβαρές εκπαιδευτικές δυσκολίες συνήθως προέρχονται από κοινότητες που, για πολλές γενιές, έχουν υποστεί διακρίσεις σε βάρος τους και θεωρούνται ως φύσει κατώτερες από την κυρίαρχη κοινωνική ομάδα. Όταν όμως οι δάσκαλοι και οι γονείς γίνουν πραγματικοί συνεργάτες στην εκπαίδευση των παιδιών τους, τους ενθαρρύνουν να αναπτύξουν τη γλώσσα και τον πολιτισμό που φέρνουν από το σπίτι τους, και να αμφισβητήσουν την αντίληψη της ευρύτερης κοινωνίας ότι τα χαρακτηριστικά αυτά είναι κατώτερα ή χωρίς αξία. Παράλληλα, απορρίπτεται και ο μύθος πως οι μετανάστες γονείς είναι απαθείς και δεν ενδιαφέρονται για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Όλα αυτά στηρίζουν την άποψη ότι θα έπρεπε η Ελληνική πολιτεία να μεριμνεί ώστε κάθε μειονοτική ομάδα εντός του ελλαδικού χώρου να εντάσσεται στο εκπαιδευτικό σύστημα διατηρώντας συγχρόνως τις ιδιαιτερότητες της. Συμπερασματικά, η γονική εμπλοκή πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιμονή, ενσυναίσθηση, αλληλοαναγνώριση και ανοιχτή επικοινωνία. Το πολιτισμικό κεφάλαιο που φέρει το παιδί και η οικογένεια του από τη χώρα προέλευσης τους θα έπρεπε να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, μέσω της συνεργασίας σχολείου-παιδιού-οικογένειας, με στόχο να οδηγηθεί ο μαθητής στην σχολική και κατ’ επέκταση κοινωνική ένταξη και επιτυχία.